Άσπρο και Μαύρο

Μια ιστορία εμπνευσμένη από ένα αληθινό περιστατικό. Όπως όλες οι ιστορίες, έχει μέσα της σκοτεινά και φωτεινά χρώματα.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Μαύρο και Άσπρο

Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Δεν πρέπει ποτέ να τους γυρνάς την πλάτη. Ποτέ δεν τα χαϊδεύεις. Δεν μένεις μέσα στο χώρο τους (η λέξη κλουβί αποφεύγεται όπως τα μαραμένα λουλούδια) περισσότερο από ότι χρειάζεται. Το αναισθητικό όπλο είναι πάντα σε ετοιμότητα στην τσέπη.

Η Άννα είναι υπάκουος άνθρωπος, πολύ συνεπής και αφοσιωμένη στην οποιαδήποτε δουλειά που αναλαμβάνει. Είναι μόλις 19 χρονών, αλλά έχει ήδη κάνει 3 διαφορετικές δουλειές. Δεν είχε έφεση στις σπουδές και έτσι τελείωσε με κόπο το λύκειο και τώρα ψάχνει να βρει κάτι που να την ενδιαφέρει. Μέχρι στιγμής, ούτε το σερβίρισμα σε ξαναμμένους φοιτητές μπόρεσε να ανεχτεί, ούτε την ατελείωτη μοναξιά του νυχτερινού φύλακα άντεξε.

Μόλις είδε την αγγελία που ζητούσε υπάλληλο για τον ζωολογικό κήπο, της φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση. Η αίτηση της έγινε δεκτή αμέσως, αφού δεν ήταν πολλοί οι νέοι που ενδιαφερόταν για τέτοιου είδους καριέρα. «Οι φίλοι σου θα σε ζηλεύουν!» της είπε γεμάτος χαρά ο διευθυντής, διαφημίζοντας την σπουδαία θέση. Η Άννα όμως δεν έχει φίλους.

Έτσι ήταν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Στο σπίτι της, επικρατούσε πάντα το χάος και έτσι εκείνη δεν έκανε φιλίες, αφού ντρεπόταν να προσκαλέσει κάποιον άλλο στην μικρή ιδιόκτητη κόλαση της οικογένειας της. Οι προσβολές, οι βρισιές, ενίοτε και κάποια ποτήρια εκσφενδονιζόταν σε ανύποπτο χρόνο και πλήγωναν βαθιά το κοριτσάκι.

Αδέρφια δεν είχε, ευτυχώς για εκείνα δηλαδή, αφού το μίσος δεν γεννούσε παιδιά και η Άννα μεγάλωνε με μόνη συντροφιά την τηλεόραση και τις λιγοστές κούκλες της.

Η εφηβεία της ήταν ακόμα χειρότερη. Οι γονείς της συνέχιζαν τον αιώνιο πόλεμο τους με μόνη διαφορά ότι άρχισαν να την πιέζουν να πάρει το μέρος κάποιου. Η Άννα δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί δεν χώριζαν επιτέλους. Την μοναδική φορά που βρήκε το θάρρος να αρθρώσει την απορία της , έφαγε ένα αξέχαστο χαστούκι και έτσι συνέχισε να αναρωτιέται σιωπηλά.

Ήταν μοναχική και προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη, γιατί η χρόνια πείρα της, την είχε διδάξει ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να αποφεύγει τα προβλήματα. Όταν κάποια στιγμή πρόσεξε ότι την κοιτούσαν τα αγόρια τρομοκρατήθηκε. Δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο κάποιος θα ήθελε στην ζωή του κάτι το τόσο φωνακλάδικο και άγαρμπο. Τότε ανακάλυψε τα πατατάκια που παρεμπίπτοντος έκαναν θαυμάσιο σετ με την τηλεόραση και την απομόνωση. Τα κιλά συσσωρεύτηκαν γύρω της σαν φρούριο και την έκρυψαν αποτελεσματικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Τώρα έχει χάσει λίγο βάρος και ζυγίζει μόνο 98 κιλά. Όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη βλέπει 2 τεράστια γαλανά μάτια και μακριά κατάμαυρα μαλλιά. Φυσικά δεν έχει ολόσωμους καθρέφτες.

Εννοείται ότι ακόμα δεν έχει καταφέρει να κάνει σχέση με κανένα και τελευταία αρχίζει να φοβάται στα σοβαρά ότι θα πεθάνει μόνη. Τουλάχιστον είναι μόνη πια. Οι γονείς της σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό δυστύχημα 1 χρόνο πριν. Προφανώς ήταν ο συνηθισμένος τους καυγάς, που μπέρδεψε τα πόδια του πατέρα της και πάτησε το γκάζι αντί για το φρένο, ξεριζώνοντας μια άτυχη μουριά και εκείνους από την μίζερη ζωή τους.

Είναι αλήθεια, έκλαψε στην κηδεία, αλλά δεν ήξερε γιατί. Ίσως για την μουριά. Μπορεί πάλι και επειδή είχε μείνει ολομόναχη στον κόσμο. Το μίσος, ως γνωστόν έχει φοβερές ικανότητες πολλαπλασιασμού και έτσι σιγά, σιγά, όλοι οι συγγενείς είχαν εξαφανιστεί από την ζωή τους. Κανείς δεν άντεχε τα δηλητηριασμένα από την γκρίνια οικογενειακά δείπνα και τις κατεστραμμένες από τα κατσουφιασμένα μούτρα τους γιορτές.

Το μόνο καλό είναι ότι οι γονείς της , ήταν πολύ απασχολημένοι να αλληλοσπαράζονται και έτσι δεν ξόδευαν τα χρήματα τους σε άνοστες διακοπές, ανούσιες εκπλήξεις ή άχρηστα δώρα για το παιδί τους. Έτσι η Άννα κληρονόμησε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό.

Το πρώτο πράγμα που αγόρασε με την κληρονομιά, ήταν 4 κούκλες και ένα σκυλάκι. Ποτέ δεν είχε ακριβές κούκλες και φυσικά, όσο και αν έκλαιγε, δεν τους κατάφερε ποτέ να της πάρουν ένα ζωάκι.

Την πρώτη νύχτα που έφερε το σκυλάκι στο σπίτι, έμεινε άγρυπνη να παρατηρεί την μικρή κοιλίτσα του που ανεβοκατέβαινε καθώς ανέπνεε, όπως κάνουν μερικές μάνες, όταν πρωτοέρθει στο σπίτι το νεογέννητο μωρό τους.

Η αίσθηση ότι υπήρχε κάποιος στο σπίτι που την αγαπούσε ή έστω την χρειαζόταν, ήταν σχεδόν απίστευτη. Το αγνό αυτό πλασματάκι έδινε ζωή στο μολυσμένο αυτό κτήριο. Η Άννα ένιωσε για πρώτη φορά στην ζωή της ευτυχισμένη.

Η ΠΙΣΙΝΑ

Το σπίτι ενοχλεί πολύ την Άννα. Είναι αχρείαστα μεγάλο, κρύο και αναδίδει μια αμυδρή αίσθηση δυστυχίας. Οι φωνές έχουν ποτίσει τους τοίχους και ξερνούν καυγάδες μέσα στα όνειρα της. Τελικά βαριέται τους εφιάλτες και το παίρνει απόφαση. Θα το πουλήσει. Πηγαίνει σε ένα μεσιτικό γραφείο και τους λέει να το ξεφορτωθούν γρήγορα.

Καθώς βάζει φρέσκο νερό στους πιθήκους, σκέφτεται ότι η ζωή της έχει γίνει συναρπαστική. Καινούρια δουλειά, σε λίγο καινούριο σπίτι. «Θα αγοράσω κάτι μικρό και φωτεινό. Χωρίς σκοτεινούς διαδρόμους και ανήλιαγα υπόγεια, κατάλληλα μόνο για γυρίσματα ταινιών τρόμου. Θέλω ένα μικρό κήπο για να τον φροντίζω, θα τον γεμίσω με λουλούδια.» σκέφτεται δουλεύοντας σιωπηλή. Σε όλους τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει από την έλλειψη αγάπης, αρέσει να φροντίζουν λουλούδια και ζώα, γιατί είναι τόσο δεκτικά και δείχνουν με πολλούς τρόπους την ευγνωμοσύνη τους. Στο σπίτι της Άννας δεν αγόραζαν ποτέ, μα πότε, λουλούδια.

Ο διευθυντής του πάρκου, είναι πολύ ευχαριστημένος από την Άννα. Είναι πάντα πρόθυμη, ευγενική και ακούραστη. Στην αρχή βέβαια, δεν ενθουσιάστηκε με την χοντρούλα που χαμογελούσε ντροπαλά, κοιτάζοντας με προσήλωση τα παπούτσια της. Θα προτιμούσε κάποια, λίγο πιο όμορφη, γιατί πώς να το κάνουμε; Σε όλους αρέσουν οι όμορφες εικόνες. Τώρα πια όμως, 2 εβδομάδες μετά, δεν άλλαζε την Άννα με καμία δύναμη ή καλλίγραμμη μικρούλα. Η κοπέλα έχει γίνει το δεξί του χέρι και όλοι απολαμβάνουν το ευχάριστο χαμόγελο της που δεν απευθύνεται πια αποκλειστικά στα παπούτσια της.

Η Άννα είναι επίσης ευχαριστημένη. Όλοι οι υπάλληλοι του ζωολογικού κήπου της φέρονται με ανέλπιστη ευγένεια και έτσι αρχίζει να αισθάνεται πιο άνετα. Φυσικά, έχει μεγαλύτερη ευφράδεια με τις γυναίκες, παρά με τους άνδρες.

«Άννα, θα έχουμε μια νέα άφιξη αύριο.» της λέει ο κύριος Κώστας με χαμόγελο. «Α, ωραία, τι ζωάκι;» «Δελφίνι.» «Δελφίνι;» Η Άννα δεν ενθουσιάζεται ιδιαίτερα, γιατί δεν τα πηγαίνει πολύ καλά με το νερό και δεν ξέρει τι ακριβώς περιλαμβάνει η φροντίδα ενός ψαριού. Άσε που σίγουρα είναι πιο εύκολο να αγαπήσεις ένα μαλλιαρό πλασματάκι, ακόμα και αν μπορεί να σε σκοτώσει με ένα χτύπημα, παρά ένα ψυχρό ψάρι.

Παρόλα αυτά, συνεχίζει να χαμογελά και πηγαίνει μαζί με τον ιδιοκτήτη του κήπου στην πισίνα. Είναι άδεια και πολύ βρώμικη. «Θα πρέπει να καθαριστεί μέχρι το απόγευμα, γιατί το πρωί θα μας φέρουν το δελφίνι.» «Θα είναι έτοιμη κύριε Κώστα.» Η Άννα μπαίνει προσεκτικά στην πισίνα, αν και άδεια δεν αποτελεί κίνδυνο. Οι παιδικοί φόβοι όμως, έχουν την κακιά συνήθεια να ριζώνουν μόνιμα στις ψυχές των ανθρώπων μεγαλώνοντας μαζί τους.

Η Άννα προσπαθεί να πνίξει τις δυσάρεστες αναμνήσεις μέσα στην θάλασσα των σκουπιδιών και της ακατάπαυστης δουλειάς, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Είχαν πάει για σαββατοκύριακο σε κάτι φίλους των γωνιών της. Ήταν οι τελευταίοι που τους είχαν απομείνει, αλλά η Άννα ήταν μόλις 7 χρονών και δεν το γνώριζε αυτό. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένη που είχαν πάει εκδρομή. Οι γονείς της δεν είχαν τσακωθεί ούτε μία φορά και ας ήταν ήδη εκεί 3 ολόκληρες ώρες.

Οι άνθρωποι που τους φιλοξενούσαν είχαν και εκείνοι ένα κοριτσάκι συνομήλικο με την Άννα και το ακόμα πιο φανταστικό ήταν ότι είχαν πισίνα! Μια τεράστια, καταγάλανη, τετράγωνη πισίνα. Γύρω από την πισίνα υπήρχαν ξαπλώστρες και οι μεγάλοι είχαν προμηθευτεί ποτά και περιοδικά και είχαν ήδη πάρει θέση στις αναπαυτικές καρέκλες. Οι μαμάδες φορούσαν μεγάλα καπέλα και πασαλειβόταν διαρκώς με αντηλιακά, ενώ οι μπαμπάδες συζητούσαν με ζήλο για ποδόσφαιρο. Όλα αυτά συνέθεταν μια απόλυτα ειδυλλιακή εικόνα, ισάξια των ελληνικών έργων της εποχής.

Η Μαρία, το κοριτσάκι του σπιτιού, ήταν πολύ ευγενική και είπε στην Άννα πως ήθελε να γίνουν φίλες. Η Άννα νόμιζε ότι ζούσε μέσα σε όνειρο. Τα κοριτσάκια, έπαιζαν χαρούμενα μέσα στην πισίνα, βγαίνοντας μόνο για να ξαναβουτήξουν με φόρα. Ξαφνικά, ακούστηκαν φωνές. «Παλιοαλήτη, ούτε στην τουαλέτα δεν μπορώ να πάω χωρίς να κατεβάσεις τα βρακιά σου;» «Είσαι άρρωστη! Απλά η Φανή μου ζήτησε να της βάλω λίγο αντηλιακό στην πλάτη γιατί καιγόταν.» «Να σου λείπουν οι δικαιολογίες, άθλιε! Τώρα θα σε μάθω νομίζεις;» Η Άννα ένιωσε το χρώμα να φεύγει από το πρόσωπο της. Η μητέρα της ούρλιαζε υστερικά στον πατέρα της και η μαμά της Μαρίας τους κοιτούσε αποσβολωμένη. Τότε κατέφτασε και ο μπαμπάς της Μαρίας που είχε πάει στο περίπτερο για αθλητικές εφημερίδες. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ανήσυχος «Ρώτα την πουτάνα που παντρεύτηκες να σου εξηγήσει!» «Ανδρέα, δεν είναι τίποτα, μια παρεξήγηση συνέβη μόνο…» «Εγώ δεν έκανα τίποτα, η γυναίκα σου μου ζήτησε να…»

Η Άννα είδε ξαφνικά την ηλιόλουστη μέρα να σβήνει σε ένα μουντό γκρίζο. Τα πόδια της λύγισαν και βρέθηκε ξανά μέσα στην πισίνα από όπου είχαν βγει για να δουν τι συμβαίνει. «Μαμάααα…..μαμά….η Άννα!» ούρλιαξε η Μαρία, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Κοίταξε απελπισμένη την φίλη της που βούλιαζε και ζύγισε βιαστικά την κατάσταση. Έτρεξε γρήγορα ανάμεσα στους γονείς που ούρλιαζαν όλο και πιο δυνατά. «Μπαμπααα!» «Τι θες επιτέλους;» «Η…η Άννα.» είπε η Μαρία με δάκρυα που είχαν ήδη αρχίσει να κυλούν.» «Το παιδί!» φώναξε και ο πατέρας της Άννας. Όλοι μαζί έτρεξαν στην πισίνα. Οι δύο άνδρες βούτηξαν ταυτόχρονα , έβγαλαν το κοριτσάκι και το ξάπλωσαν πάνω στις άσπρες πλάκες του κήπου. Το παιδί δεν ανέπνεε.

Η μητέρα της Μαρίας ήταν νοσοκόμα. Τους παραμέρισε όλους και έκανε τεχνητή αναπνοή στην μικρούλα. Λίγα λεπτά μετά η μικρή έβγαλε το νερό που είχε πιει και άρχισε ξανά να αναπνέει. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να φύγουμε.» είπε ο πατέρας της Άννας. Οι άλλοι δεν βρήκαν καμία λέξη ταιριαστή και έτσι δεν είπαν τίποτα.

Η μητέρα της Άννας ήταν χλωμή και έκατσε στο πίσω κάθισμα κρατώντας το κεφάλι της μικρής στα γόνατα της. Το κοριτσάκι όμως δεν μπορούσε να απολαύσει τα άγνωστα χάδια, γιατί φοβόταν πως από στιγμή σε στιγμή θα την μάλωναν που τους αναστάτωσε. Κανείς όμως δεν μιλούσε και τελικά ήρθε ένας βαρύς ύπνος χωρίς όνειρα. Το σπίτι ήταν ήσυχο εκείνη την μέρα, όπως πάντα, μετά από ένα γερό καυγά.

Η Άννα συνειδητοποιεί ότι η πισίνα είναι πεντακάθαρη πια. Τόση ώρα δούλευε μηχανικά, καθώς το μυαλό της παράδερνε μέσα στις περασμένες λύπες.

Η Άννα γυρνάει σπίτι κουρασμένη. Στην πόρτα την υποδέχεται ο Μπόμπας και της κάνει χαρές. Η κοπέλα ξεχνά την κούραση της και παίζει μαζί του για ώρα. Μετά τρώνε και βλέπουν μαζί τηλεόραση.

Το επόμενο πρωί, η Άννα ξυπνά με ένα κόμπο στο λαιμό. Είναι το άγχος για την πισίνα. «Έπρεπε να πω ότι δεν κολυμπάω καλά. Γιατί είμαι τόσο δειλή; Τώρα είναι πάρα πολύ αργά πια. Δεν μπορώ να κάνω πίσω. Θα με θεωρήσουν ανεύθυνη.» λέει στον Μπόμπα που την κοιτά με κατανόηση. Σιχαίνεται να δυσαρεστεί τους άλλους. Πιστεύει ότι ένα όχι, θα της κοστίσει την όποια ανοχή των άλλων έχει αποκτήσει. «Τέλος πάντων θα κάνω ότι μπορώ.» λέει στον καθρέφτη που την κοιτά με περιφρόνηση και ξεκινά.

Το δελφίνι έχει ήδη φτάσει. Ο κύριος Κώστας πηγαίνει μαζί της στην πισίνα. Η Άννα κοιτά καχύποπτα το ψάρι. Είναι μεγαλόσωμο και μοιάζει αρκετά απειλητικό στα μάτια της. «Πως ακριβώς θα πρέπει να το φροντίζω;» «Μόνο φαγητό θα του ρίχνεις. Είναι ήδη εκπαιδευμένο. Όταν προσαρμοστεί σε λίγο καιρό, θα κάνουμε και κάποια σόου. Φυσικά αν θες, μπορείς και να κολυμπάς μαζί του!» λέει ο κύριος Κώστας και της κλείνει το μάτι φιλικά. Η Άννα ανατριχιάζει. «Μπα…μάλλον θα το αποφύγω.»λέει σιγανά.

Λίγο μετά, η Άννα μένει μόνη με το δελφίνι. Όσο το κοιτά, τόσο πιο αντιπαθητικό της φαίνεται. Αποφασίζει να κάνει τα απολύτως απαραίτητα για αυτό και να ασχολείται περισσότερο με τους άλλους κατοίκους του ζωολογικού κήπου. Ακόμα και οι τίγρεις την τρομάζουν λιγότερο από το δελφίνι που κολυμπά μάλλον ανέμελο στα λίγα τετραγωνικά της πισίνας του.

Το μεσημεράκι την πλησιάζει η κυρία Βέρα. Είναι η κυρία που κόβει τα εισιτήρια στην είσοδο του πάρκου. Μια χαμογελαστή πενηντάρα που μιλάει πάντα ευγενικά. «Κορίτσι μου θέλω να σου πω ότι μαζεύουμε χρήματα για τον Στέλιο. Σε μια βδομάδα βγαίνει στην σύνταξη και είπαμε να του κάνουμε ένα αποχαιρετιστήριο δωράκι. Ξέρω ότι δεν είσαι καιρό εδώ, αλλά σκέφτηκα ότι πρέπει να στο πω σε περίπτωση που θες να συνεισφέρεις και εσύ.» «Φυσικά και θέλω κυρία Βέρα. Ο κύριος Στέλιος είναι πάντα τόσο καλός και με βοήθησε πολύ στην αρχή. Κρίμα που θα φύγει.» «Είναι καιρός να ξεκουραστεί πια, έχεις δίκιο όμως , σε όλους μας θα λείψει. Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Ελπίζω ο νεαρός που θα τον αντικαταστήσει να είναι αντάξιος του.» «Θα έρθει καινούριος; Πότε;» «Από αύριο νομίζω. Πρέπει να του δείξει τα κατατόπια ο Στέλιος πριν φύγει.» «Μάλιστα. Θα σας δώσω τα χρήματα αύριο κυρία Βέρα.»

Η Άννα πιάνει τον εαυτό της να κατσουφιάζει. Σιχαίνεται τις αλλαγές σχεδόν όσο και τις εκπλήξεις. Συμπαθεί τον κύριο Στέλιο, τον χαμογελαστό ασπρομάλλη που της λέει πολύ παλιά ανέκδοτα και εκείνη γελάει δυνατά για να τον ευχαριστήσει. Της αρέσει να βλέπει τον καλόκαρδο παππού να χαίρεται που έχει ακόμα κάτι να δώσει στους ανθρώπους. « Ποιος ξέρει τι θα είναι και αυτός ο καινούριος; Νεαρός.» Δεν της αρέσουν οι νεαροί άνδρες. Δεν αντέχει αυτό που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν την κοιτάζουν. Δεν είναι σίγουρη ποιο είναι χειρότερο: η αηδία που στραβώνει τα χείλια τους όταν κοιτάζουν το κορμί της; Η λύπηση που τους κάνει να χαμογελούν μουδιασμένα; Ή εκείνο το φοβερό, αδιάφορο βλέμμα που την προσπερνά, την κάνει διάφανη, αόρατη, ακίνδυνη για την υψηλή αισθητική τους.

Η Άννα σταματάει για μεσημεριανό. Τρώει 3 χάμπουργκερ, 2 πατάτες, μια κόκα κόλα και 2 σοκολάτες. Πέντε λεπτά μετά, ανοίγει και ένα πακέτο μπισκότα. Έχει πάντα γλυκά στην τσάντα της, υποτίθεται για την χαμηλή της πίεση. Έχει ανακαλύψει όμως ότι βοηθάνε και στην ανύπαρκτη αυτοπεποίθηση, όπως και στις κρίσεις άγχους που προκαλούνται από τους ψιθύρους των μεγάλων και τα φωναχτά σχόλια των παιδιών. Προχθές ένα αγοράκι στο μετρό ρώτησε την μαμά του πόσες αγελάδες έφαγε η κυρία και έγινε έτσι. Η μαμά κοκκίνισε και μάλωσε χαμηλόφωνα τον μικρό, αλλά και οι άλλοι επιβάτες ήταν διακριτικοί και έκρυψαν γρήγορα τα αυθόρμητα χαμόγελα που τους προκάλεσε η απορία του παιδιού.

Η Άννα όμως είναι μαχητής. Μόλις βγήκε από το μετρό, πήγε κατευθείαν σε ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά και αγόρασε ένα I-pod. Έτσι τώρα μπαίνει θριαμβευτικά στα μέσα μαζικής μεταφοράς, προστατευμένη πίσω από το αδιαπέραστο τοίχος της μουσικής. Το μόνο που ακούει τώρα, είναι οι αγαπημένες της μελωδίες και οι όμορφες ιστορίες που της ψιθυρίζουν στα αυτιά η Χαρούλα, η Άλκηστης και ο Αλκίνοος. Κάθε νίκη είναι σημαντική, δεν υπάρχουν μικρές ανάσες.

Μια νέα φιλία

Η Άννα συνειδητοποιεί ότι έχει ελαττώσει σημαντικά την τηλεόραση. Εντάξει, ακόμα περνά τα βράδια της μπροστά στην συσκευή, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, αλλά δεν ξεκινάει πια από το πρωί.

Παλιά, κατάφερνε να βλέπει όλα τα πρωινάδικα με ένα ευέλικτο σύστημα ζάπινγκ που είχε αναπτύξει. Μετά ακολουθούσαν οι σημαντικές ειδήσεις, οι χαλαρωτικές μεσημεριανές εκπομπές, οι συναρπαστικές σαπουνόπερες και τέλος τα αγαπημένα της σήριαλ, όσο πιο μελό, τόσο καλύτερα. Ο έρωτας που έτρεμε στην πραγματικότητα, ήταν το στοιχείο που αναζητούσε απεγνωσμένα στα έργα.

Τώρα όμως έχει την δουλειά της και τον Μπόμπα, το ζωηρό σκυλάκι που απαιτεί τουλάχιστον δυο βόλτες ημερησίως. Είναι ευχαριστημένη από την αλλαγή στην ζωή της. Όπως κάθεται αγκαλιά με τον Μπόμπα και βλέπουν την Μαρία την Άσχημη, χτυπάει το τηλέφωνο. Η Άννα το κοιτάει με δυσπιστία και μετά το σηκώνει, ελαφρά ενοχλημένη που την διέκοψαν από το εμπνευσμένο σίριαλ. «Καλησπέρα κυρία Άννα, από το μεσιτικό γραφείο τηλεφωνώ. Συγνώμη για την ακατάλληλη ώρα, αλλά δεν κατάφερα να σας βρω όλη μέρα και δυστυχώς δεν μου δώσατε το κινητό σας.» «Έ…δεν έχω κινητό. Δεν υπάρχει πρόβλημα με την ώρα. Πείτε μου, έχουμε νέα;» «Ναι, νομίζω πως βρήκαμε ακριβώς αυτό που ψάχναμε. Θέλετε να δώσουμε ένα ραντεβού αύριο το απογευματάκι, για να το δείτε από κοντά;» «Ναι, φυσικά. Κατά τις 5 σας βολεύει;»

Το ραντεβού κλείνεται και η Άννα σημειώνει την διεύθυνση. Είναι πολύ κοντά στο ζωολογικό κήπο. Μπορεί να το δει απ’εξω και μόνη της, πριν πάει στην δουλειά το πρωί.

Πράγματι, την επόμενη μέρα, η Άννα αλλάζει ελαφρά την διαδρομή της προς την δουλειά και κάνει μια στάση στην οδό Ανθέων. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, σκέφτεται ότι είναι καλό σημάδι που το όνομα της οδού είναι λουλουδιασμένο! Τελικά φτάνει στον αριθμό 24 και χαμογελά πλατιά. Το σπίτι είναι τέλειο! Μια μικρή μονοκατοικία με κεραμίδια και ξύλινα παράθυρα. Ο κήπος που ζώνει το σπίτι είναι γεμάτος τριαντάφυλλα, θαρρείς και είναι υποχρεωμένος να τιμήσει το όνομα του δρόμου όπου βρίσκεται. Ανυπομονεί να δει και το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά είναι σίγουρη ότι θα είναι όπως το έχει ονειρευτεί.

Φτάνει στον ζωολογικό κήπο χαμογελώντας ακόμη. Είναι τόσο χαρούμενη που γλυκομιλά ακόμα και στο δελφίνι που την κοιτά μάλλον ξαφνιασμένο. «Τι κάνεις μικρό μου; Πως σου φαίνεται το καινούριο σου σπίτι; Ξέρεις, και εγώ θα μετακομίσω σύντομα.» του λέει. Το δελφίνι κάνει μια εντυπωσιακή τούμπα στον αέρα και προσγειώνεται γεμάτο χάρη στο γαλανό νερό, πιτσιλώντας ελαφρά την Άννα. Η κοπέλα ξεσπά σε τρανταχτά γέλια που ακούγονται σε όλο το πάρκο.

Πηγαίνει όσο πιο γρήγορα μπορεί και φέρνει το φαγητό του. Αφού το πετάει 2 ψάρια στον αέρα, προκαλώντας νέες βουτιές. Ξαφνικά το αποφασίζει. Το τρίτο ψάρι το ακουμπά ελαφρά στην παλάμη της. Το δελφίνι την πλησιάζει με εκείνη την άδολη αθωότητα που διαθέτουν τόσο άφθονη τα ζώα. Την μυρίζει και μετά ακουμπά το ρύγχος του στο κάτω μέρος του χεριού της. Το άγγιγμα του είναι υγρό και απαλό. Η Άννα το χαϊδεύει διστακτικά στην πλάτη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να θυμηθεί αν άκουσε ποτέ στις ειδήσεις για δάγκωμα από δελφίνι.

Τελικά η τραγωδία αποφεύγεται και το δελφίνι της χτυπά παιχνιδιάρικα το χέρι. Το ψάρι πέφτει στην πισίνα, το δελφίνι καταπίνει το τρόπαιο και η Άννα ξεκαρδίζεται στα γέλια. Είναι πια φίλοι.

Οδός Ανθέων

Το απόγευμα φτάνει απροσδόκητα γρήγορα, κόντρα στο κατεστημένο που προστάζει τα πολυπόθητα να αργούν σαδιστικά να έρθουν. Η Άννα αποχαιρετά το δελφίνι και του ψιθυρίζει «Ευχήσου μου καλή τύχη.» Το δελφίνι κάνει μισή περιστροφή και χτυπάει την ουρά του, πράγμα που μάλλον σημαίνει «Εύχομαι το σπίτι να είναι τέλειο!»

Ο κύριος Κώστας, ο ιδιοκτήτης του ζωολογικού κήπου την βλέπει που μιλάει στο δελφίνι και χαμογελά. Όλοι όσοι αγαπούν τα ζώα, τους μιλάνε και εκείνα ανταποκρίνονται στον ήχο της αγάπης τους. «Έτσι δεν είναι Ντορή;» λέει στον πολύχρωμο παπαγάλο που κάθεται στην άκρη του γραφείου του. Η δική τους σχέση είναι ακόμα πιο προχωρημένη και έτσι δεν χρειάζεται καν να του μιλάει φωναχτά. Ο Ντορής του απαντάει με ένα τσιριχτό «Ναιαιαιαια!» και ο Κώστας γυρνάει στο σταυρόλεξο του.

Ο μεσίτης ξεκλειδώνει την πόρτα του μικρού σπιτιού, ενώ η Άννα βυθίζει την μύτη της μέσα στα κίτρινα τριαντάφυλλα του παρτεριού.

Το σπίτι είναι υπέροχο και εσωτερικά. Μικρό, ζεστό, με μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στον ολάνθιστο κήπο. Η Άννα ενθουσιάζεται. Ο μεσίτης τριγυρνά στα δωμάτια καμαρώνοντας, λες και το έχτισε με τα χέρια του. «Το σαλόνι είναι εξαιρετικό, κοιτάξτε το τζάκι. Έχει μάρμαρο γύρω, γύρω! Υπάρχουν δυο κρεβατοκάμαρες, η μία πιο μικρή, χωρίς μπαλκονόπορτα, ιδανική για το παιδικό δωμάτιο.» Η Άννα διορθώνει «Για γκαρνταρόμπα» μέσα στο κεφάλι της. Ο ευτυχισμένος μεσίτης συνεχίζει να εκθειάζει το σπίτι.

«Τεράστιο μπάνιο, ευήλια κουζίνα, εντοιχισμένη όλη! Είναι ευκαιρία δεσποινίς Άννα. Μην το χάσετε!» «Θα το πάρω. Μου αρέσει.» λέει απλά η Άννα. Ο μεσίτης μόνο που δεν χοροπηδά από την χαρά του. Η συμφωνία κλείνεται.

Αργότερα στο πατρικό της, η Άννα τηλεφωνεί σε ένα ελαιοχρωματιστή που βρήκε στο χρυσό οδηγό. Έχει αποφασίσει να βάψει όλο το σπίτι σε ένα κουφετί ροζ, μέσα και έξω. Ο ελαιοχρωματιστής προσπαθεί να την μεταπείσει. «Ροζ; Είναι πολύ έντονο κυρία μου, τι θα πει ο άντρας σας;» «Δεν είμαι παντρεμένη.» «Ακόμα χειρότερα. Κανείς άντρας δεν θα δεχτεί να ζήσει μέσα σε ένα κουκλόσπιτο!» την μαλώνει λες και του έκανε πρόταση γάμου. Η Άννα θυμώνει και του κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα. «Ακούς εκεί; Αυτό μου έλειπε τώρα που έγινα επιτέλους αυτόνομη να μου επιβάλει την γνώμη του ο κάθε μπογιατζής!» λέει θυμωμένα στον Μπόμπα που γαβγίζει με μανία για να δείξει ότι συνερίζεται την γνώμη της.

Δοκιμάζει το επόμενο τηλέφωνο στον κατάλογο. Ο συγκεκριμένος ελαιοχρωματιστής είναι διατεθειμένος να βάψει το σπίτι πράσινο με μοβ καρδούλες αν αυτή το θέλει, όπως της δηλώνει. Η Άννα ικανοποιείται και κανονίζουν τις λεπτομέρειες. Από το τηλέφωνο είναι πιο δυναμική, αφού δεν την περιορίζει η εμφάνιση της, που πάντα της κόβει την φόρα, αφού νιώθει ότι πρέπει να απολογείται για αύτη.

Όλες αυτές οι διαδικασίες την αγχώνουν πολύ. «Θα τα καταφέρω όμως! Θα τα φτιάξω όλα όπως τα θέλω εγώ και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με επηρεάσει ή να μου πει τι πρέπει να κάνω.» Προφέρει τις λέξεις δυνατά για να της εντυπωθούν καλά στο μυαλό.

Όμορφοι Άνθρωποι

Την επόμενη μέρα πηγαίνει και πάλι στην δουλειά από τον ίδιο δρόμο και χαζεύει το σπίτι που σε λίγες μέρες θα γίνει δικό της.

Όταν φτάνει στην δουλειά, πηγαίνει πρώτα στο δελφίνι, που μόλις την βλέπει αρχίζει τις τούμπες. Η Άννα το συμπαθεί όλο και περισσότερο. Μετά φροντίζει όλα τα άλλα ζώα και λέει στην Φιλιώ τα νέα για την μετακόμιση. Η Φιλιώ είναι η δεκαοχτάχρονη κόρη του ιδιοκτήτη του πάρκου. Είναι ξανθιά, αδύνατη και πολύ όμορφη. Η Άννα στην αρχή πίστευε ότι δεν θα της έδινε σημασία, γιατί αυτές οι γυναίκες συνήθως κάνουν ότι δεν την βλέπουν, αλλά έκανε λάθος. Η Φιλιώ είναι φιλική μαζί της και της λέει πάντα τα νέα της, που συνήθως αφορούν το αγόρι της, το Μηνά.

Στην αρχή αυτό ξενίζει την Άννα, γιατί της φαίνεται τελείως εξωγήινη η ιδέα να λες τα προσωπικά σου σε ανθρώπους που γνωρίζεις ελάχιστα, αλλά τελικά το συνηθίζει. Εκείνη βέβαια δεν μιλάει πολύ, αλλά η Φιλιώ δεν έχει κανένα πρόβλημα να καλύψει τα κενά. Φαίνεται ότι ούτε αυτή έχει φίλες, πράγμα απίστευτο, γιατί συνήθως όλοι θέλουν να είναι κοντά στους λαμπερούς ανθρώπους.

Η Φιλιώ ενθουσιάζεται με τα νέα της Άννας και την βάζει να της υποσχεθεί ότι θα την καλέσει για καφέ στο καινούριο της σπίτι. Η Άννα δεν ξέρει ποιον να ευχαριστήσει για την καλή της τύχη. Αν αποκτήσει και μια φίλη, η ζωή της θα είναι τέλεια πια.

Μετά η κουβέντα ξαναγυρνάει στον Μηνά και η Φιλιώ λέει ότι αύριο θα της φέρει μια φωτογραφία του. Οι δυο κοπέλες σταματούν να μιλάνε απότομα γιατί πλησιάζει ο πατέρας της Φιλιώς για να τους μιλήσει. Μόλις όμως απομακρύνεται, ξεσπούν σε κοριτσίστικα συνωμοτικά χαχανητά.

Το απόγευμα η Άννα βγάζει βόλτα τον Μπόμπα και φυσικά περνούν από το καινούριο σπίτι. Η Άννα χαίρεται πολύ που θα πάει σε μία νέα γειτονιά, εκεί όπου κανείς δεν θα την ξέρει ως «Η κόρη των Καλογερόπουλων» Θα έχει την δική της ταυτότητα. Θα μπορεί να είναι «Η χαμογελαστή κοπέλα», «Η κοπελιά με το όμορφο σκυλάκι», «Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού με τον πανέμορφο κήπο»,«Η ευγενική νεαρή που χαιρετά όλους τους γείτονες κάθε πρωί.»,η Άννα.

Χαμογελά στις Άννες της και συνεχίζει με γοργό ρυθμό την βόλτα, γιατί ο Μπόμπας εκνευρίζεται όταν μένει ώρα ακίνητος.

Το πρωί η Άννα παίζει με το δελφίνι, όταν την πλησιάζει ο κύριος Στέλιος μαζί με τον νεαρό αντικαταστάτη του. «Αννούλα, από εδώ ο Νίκος. Νίκο, το καλύτερο κορίτσι του πάρκου.» Η Άννα γυρνά να χαιρετήσει και μένει άλαλη. Ο νεαρός που της χαμογελά –γιατί άραγε;- είναι ότι ωραιότερο έχει δει ποτέ της. Είναι ψηλός, ξανθός και έχει το πιο έντονο πράσινο βλέμμα του κόσμου.

Τελικά καταφέρνει να πιάσει το χέρι που της προτείνει για χειραψία. Η Άννα δεν σφίγγει ποτέ δυνατά τα χέρια των άλλων. Μόλις που κλείνει απαλά τα δάχτυλα της. Σιχαίνεται να ενοχλεί, έστω και στιγμιαία. Ο Νίκος όμως της σφίγγει σταθερά το χέρι παίρνοντας μαζί του την φωνή της, όταν τελειώνει η χειραψία. «Χαίρω πολύ.» της λέει με φωνή βαθιά, αρσενική, απόλυτα ταιριαστή με την υπόλοιπη άψογη εμφάνιση του.

Το πρόσωπο της κοπέλας παίρνει όλες τις αποχρώσεις της ντροπής, αλλά δεν καταφέρνει να ψελλίσει ούτε ένα ασθενικό «Χάρηκα.» Ευτυχώς φεύγουν γρήγορα για να εντυπωσιάσουν και τους άλλους υπαλλήλους του πάρκου.

Η Άννα βγάζει μια σοκολάτα από την τσέπη της και αρχίζει να μασά ρυθμικά. Χάνεται μέσα στην θεραπευτική γεύση και ρίχνεται στην δουλειά, μήπως και αποφύγει την κατσάδα. Μάταια όμως.

«Ηλίθια. Δεν φτάνει που είσαι σαν μπόγος, τώρα θα νομίζει ότι είσαι και καθυστερημένη. Πόσο δύσκολο θα ήταν να του πεις ότι χάρηκες για την γνωριμία και όχι να τον κοιτάς σαν αγελάδα; Δεν καταστρέφεις μόνο τον εαυτό σου, ντροπιάζεις και όλους τους χοντρούς ανθρώπους που τουλάχιστον έχουν την φήμη ότι είναι καλοκάγαθοι και αστείοι. Αίσχος!» Η εσωτερική κατακραυγή συνεχίζεται, μέχρι που η Άννα αισθάνεται ένοχη για την καταστροφή του περιβάλλοντος, την κίνηση στο κέντρο, τον θεσμό της οικογένειας που χάνεται και την πείνα στην Αφρική. Μετά η στρίγγλα στο κεφάλι της, σκάει επιτέλους νικημένη από την κούραση και τα μπισκότα φράουλας που η Άννα καταβροχθίζει ασταμάτητα.

Όταν ήταν μικρή, η δασκάλα της στο δημοτικό, έλεγε πως η γλώσσα μας πρέπει να προσαρμόζεται στον τόπο που βρισκόμαστε κάθε φορά και να είναι πάντα προσεγμένη. Τότε της είχε κολλήσει η εικόνα μια μικρής γλώσσας που ζούσε μέσα στο κεφάλι της. Το μέρος που κατοικούσε έμοιαζε με σπηλιά, αλλά ήταν διαμορφωμένο όπως το δωμάτιο της. Η γλώσσα της είχε μαύρα μακριά μαλλιά, φορούσε τα ίδια ρούχα με εκείνη και την ακολουθούσε παντού, καλοχτενισμένη.

Αργότερα, όταν μεγάλωσε η γλώσσα-ρεπλίκα θέριεψε και άλλαξε όνομα. Τώρα ονομάζεται συνείδηση και είναι πολύ κακιά. Φωνάζει διαρκώς στην Άννα και την κατηγορεί για τα πιο απίθανα πράγματα. Ώρες, ώρες, η Άννα φαντάζεται ότι μπαίνει και εκείνη στο μυαλό της και αρχίζει την Άλλη Άννα στα χαστούκια. Δυστυχώς όμως, η Άννα-Συνείδηση είναι πιο δυνατή και έτσι η σκέτη Άννα πάντα καταλήγει δαρμένη.

Μπανάνα

Το επόμενο μεσημέρι βρίσκει την Άννα να εργάζεται σκληρά μέσα στον περιφραγμένο χώρο της καμηλοπάρδαλης που δεν εκτιμά καθόλου τους κόπους της και την κοιτά αφ υψηλού.

Ξαφνικά ακούει μια φωνή. Είναι η Φιλιώ που της κουνάει κάτι από μακριά. Η Άννα πηγαίνει κοντά της. «Σου έφερα την φωτογραφία του Μηνά!» λέει περιχαρής.

Στην φωτογραφία απεικονίζεται ένας 45αρης κύριος, με εμφανή κοιλιά, ελαφριά φαλάκρα, χρυσή καδένα στον λαιμό και το χαμόγελο της επιτυχίας. Η Άννα βλέπει τον σύντροφο, εκείνον που διώχνει την σαρκοβόρα μοναξιά και σου κρατάει το χέρι στους φοβερούς γάμους και στα αδυσώπητα βαφτίσια.

«Είναι πολύ ωραίος.» της λέει. «Ναι, το μωρό μου. Είναι τόσο καλός μαζί μου, όλο δώρα μου κάνει. Δεν μου χαλάει ποτέ χατίρι. Έχει και κάμπριο αυτοκίνητο. «Τέλεια.» «Συγνώμη, να σας ρωτήσω κάτι; Που είναι το τηλέφωνο του κτηνίατρου; Νομίζω ότι η ζέβρα είναι άρρωστη.» λέει ο Νίκος με την ανησυχία έντονη στο πρόσωπο του διακόπτοντας την συζήτηση των κοριτσιών.

«Κάτω από το τζάμι του γραφείου, δίπλα στο τηλέφωνο.» λέει ντροπαλά η Άννα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. «Να’σαι καλά. Έφαγα τον κόσμο να το βρω.» λέει ο Νίκος και κάνει να φύγει. «Εγώ είμαι η Φιλιώ, η κόρη του ιδιοκτήτη του πάρκου.» «Νίκος, χάρηκα.» της σφίγγει το χέρι, κρατώντας το λίγο παραπάνω από το κανονικό, παρατηρεί η Άννα. Ούτε καν ζηλεύει. Εννοείται ότι θα του άρεσε η Φιλιώ.

Έτσι είναι η κανονική τάξη των πραγμάτων. Στο club των ανθρώπων με τα αστραφτερά χαμόγελα και τα μαλλιά που στρώνουν από μόνα τους, όλα είναι ταιριαστά. Δεν υπάρχουν θέσεις για χλομές χοντρούλες με στραβά δόντια και τσέπες γεμάτες ψίχουλα. Οι όμορφοι άνθρωποι ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους και κάνουν μεγαλοπρεπείς γάμους που παράγουν έξυπνα παιδιά με ωραία ονόματα και υψηλές επιδόσεις στο σχολείο.

«Θεέ μου, τι κούκλος είναι αυτός;» αναστενάζει η Φιλιώ μόλις ο Νίκος απομακρύνεται. «Καλά, τον είδες πως με κοίταζε; Ελπίζω να μου ζητήσει να βγούμε γρήγορα.» «Να βγείτε; Και ο Μηνάς;» «Τι σχέση έχει ο Μηνάς με αυτό;» «Μα δεν είναι…ο δεσμός σου;» «Αχ, μωρέ Άννα, δεν πρέπει να είχες και πολλές σχέσεις μέχρι τώρα έ;» Η Άννα κοκκινίζει και δεν μιλά, αλλά ευτυχώς η Φιλιώ δεν το προσέχει. «Ο κάθε άνθρωπος σου προσφέρει διαφορετικά πράγματα. Άλλοι έχουν να σου δώσουν εμπειρία ζωής, διασκέδαση, άλλοι σου χαρίζουν πάθος, κάποιοι είναι κατάλληλοι για σύζυγοι…καταλαβαίνεις;» ρωτά με ενδιαφέρον η δασκάλα.

Η Άννα ακούει τις νέες πληροφορίες, αλλά μέσα της, τις έχει ήδη απορρίψει. Το συμφέρον δεν είναι προτεραιότητα στην ψυχή της. Παρόλα αυτά, δεν τολμάει να εκφράσει την γνώμη της στην μοναδική της φίλη και έτσι απλά γνέφει καταφατικά.

Το μάθημα τελειώνει και η Άννα πηγαίνει στο δελφίνι που πεινάει. «Πρέπει να σου βρω ένα όνομα.» του λέει. Απορρίπτει το «Φλίπερ» αναθεματίζοντας το Hollywood και το κόλλημα της με την τηλεόραση που προμηθεύει έτοιμες σκέψεις. Τελικά καθώς το παρακολουθεί να κάνει τα απίθανα σάλτα του, της έρχεται η ιδέα. «Θα σε φωνάζω Μπανάνα! Δεν ξέρω αν είσαι αγόρι ή κορίτσι, αλλά μοιάζεις πολύ με μπανάνα όταν πηδάς.» Το δελφίνι Μπανάνα την κοιτά στα μάτια και η Άννα του μιλά τρυφερά για ώρα.

Δυο μέρες μετά η Άννα υπογράφει τα συμβόλαια. Το σπίτι είναι πια δικό της. Το βάψιμο θα αρχίσει αύριο και σε καμιά εβδομάδα θα μετακομίσει. Δεν θα πάρει κανένα από τα έπιπλα των γονιών της. Θα τα αφήσει στο πατρικό της και οι καινούριοι ιδιοκτήτες μπορούν να τα κάνουν ότι επιθυμούν.

Αύριο είναι Σάββατο και θα πάει στα μαγαζιά. Δεν της αρέσουν τα ψώνια, αλλά είναι απαραίτητα. Τουλάχιστον δεν θα ζήσει τον εφιάλτη της αγοράς ρούχων. Αυτό πραγματικά το σιχαίνεται. Καταρχάς δεν υπάρχουν πολλά μαγαζιά που να μην απευθύνονται αποκλειστικά σε συλφίδες. Τα λίγα καταστήματα που διαθέτουν ρούχα σε μεγάλα μεγέθη, υποθέτουν αυτόματα ότι όταν είσαι εύσωμη δεν έχεις καθόλου γούστο ή επιθυμείς διακαώς να ντύνεσαι σαν 90χρονη.

Ακόμα χειρότερη είναι η απαραίτητη διαδικασία δοκιμής των ρούχων. Τα στενά δοκιμαστήρια, το επικριτικό βλέμμα της πωλήτριας και τα εξευτελιστικά σχόλια του τύπου «Σας πάει υπέροχα. Κουκλίτσα είστε, έδειξε το ρούχο πάνω σας! « που ξέρεις πολύ καλά ότι είναι ψεύτικα, γιατί δυστυχώς υπάρχει καθρέφτης μπροστά σου και βλέπεις πόσο τέλειο δείχνει το σακί, πάνω στον μια χαρά ιπποπόταμο που αντανακλάται πάνω του.

Η Άννα θα΄θελε πολύ να μπορούσε να πάρει τον Μπόμπα μαζί της στα μαγαζιά, αλλά δεν γίνεται και έτσι παίρνει μόνο μια βαθιά ανάσα και προχωρά. Τελικά καταφέρνει να ψωνίσει όλα τα έπιπλα από ένα μεγάλο κατάστημα τρώγοντας αρκετή ώρα για να διαλέξει και ακόμα περισσότερη για να της δώσει σημασία κάποιος από τους υπαλλήλους και να σημειώσει την παραγγελία της.

Όταν όμως γυρνά σπίτι, είναι περήφανη για τον εαυτό της και κρατάει μια μπαλίτσα, δώρο για τον Μπόμπα. Την πετάει μέσα στο σαλόνι και το σκυλάκι ξετρελαίνεται! Τρέχει σαν παλαβό πέρα δώθε και την φέρνει αστραπιαία πίσω για να του την ξαναπετάξει.

Τελικά, πάνω στην φούρια του, ρίχνει ένα μεγάλο βάζο που γίνεται κομμάτια πάνω στο παρκέ. Ο Μπόμπας τρομάζει και η Άννα γελάει. Αυτή η ολοκαίνουρια αναρχία της πάει πολύ.

Αν η μάνα της έβλεπε ένα σκύλο να τρέχει μέσα στο σαλόνι της και να σπάει πράγματα θα πάθαινε κρίση υστερίας. Η Άννα όμως γελάει και το παιχνίδι συνεχίζεται.

Η Πρόσκληση

Η Άννα είναι χαρούμενη και τρομοκρατημένη συνάμα για το πάρτι που πλησιάζει επικίνδυνα. Θέλει πολύ να πάει, αλλά δεν έχει ιδέα τι να φορέσει και τρώει όλο της το απόγευμα ψάχνοντας μανιωδώς στις κούτες με τα ρούχα, που δεν έχει ακόμα προλάβει να τακτοποιήσει στο καινούριο της σπίτι. Ο Μπόμπας μπερδεύεται στα πόδια της γαβγίζοντας χαρούμενος στην αναστάτωση.

Τελικά τα καταφέρνει. Βρίσκει ένα μαύρο παντελόνι και μια αρκετά φαρδιά, μαύρη μπλούζα. Στην πραγματικότητα λατρεύει τα έντονα χρώματα, αλλά φυσικά είναι απαγορευμένα για τις γυναίκες του σωματότυπου της από όλα τα αυστηρά περιοδικά μόδας. Ακόμα και η μητέρα της όταν την ανάγκαζε να πάνε για ψώνια, απαιτούσε να δοκιμάζει αποκλειστικά σκούρα ρούχα. Όχι βέβαια ότι και αυτά της άρεσαν πάνω στην κόρη της, αλλά τουλάχιστον μετρίαζαν κάπως το κατσούφιασμα που υπήρχε πάντα στο πρόσωπο της όταν κοιτούσε την μονάκριβη της. Εννοείται ότι δεν υπήρχε ποτέ χώρος για ενθαρρυντικά σχόλια ή έστω ένα λευκό ψεματάκι αποδοχής.

«Δείχνω σχεδόν εντάξει, ε Μπόμπα ;» το σκυλάκι γαβγίζει καταφατικά και η Άννα χαμογελάει. Μετά διαλέγει ένα κολιέ με πολύχρωμες χάντρες για να σπάσει λίγο το πένθιμο ντύσιμο της. Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα. Το πρώτο της πάρτι. Που ξέρεις τι μπορεί να συμβεί; Ίσως να είναι εκεί κάποιος που να της δώσει σημασία. Δεν μπορεί. Κάπου θα υπάρχει και ένας άντρας που δεν θα την βρίσκει αποκρουστική. Οι σκέψεις της, την κρατούν ξύπνια μέχρι πολύ αργά, αλλά τουλάχιστον είναι συγκρατημένα αισιόδοξες.

Το άλλο πρωί, η Φιλιώ έρχεται νωρίς να την βρει, γιατί έχει καταστρώσει το πλάνο της και θέλει να το συζητήσουν. Η Άννα χαίρεται τόσο πολύ με αυτά τα πρωτόγνωρα κοριτσίστικα σχέδια, που ξεχνά εντελώς τον τρόμο των πολλών αγνώστων που θα την κοιτάζουν το επόμενο βράδυ. Λίγη ώρα μετά η Φιλιώ φοράει το καλύτερο της χαμόγελο πάνω από το πιο κοντό της φόρεμα, που ήδη μισοκαλύπτει το τέλειο σώμα της και πλευρίζει τον Νίκο. «Αύριο γίνομαι 18 χρονών. Θα κάνω ένα μικρό πάρτι στο σπίτι μου και θέλω πολύ να έρθεις.» «Ευχαρίστως. Που ακριβώς είναι το σπίτι σου;» «Δεν είναι πολύ μακριά από εδώ.» Του δίνει αναλυτικές οδηγίες ενώ σκέφτεται τι είδους εραστής να είναι.»

Ο Νίκος όμως είναι καινούριος στην περιοχή και δεν μπορεί να προσανατολιστεί καλά. Εκείνη την στιγμή περνά η Άννα κρατώντας αγκαλιά ένα κατσικάκι με ματωμένο πόδι. «Τι έπαθε;» ρωτάει ο Νίκος που αγαπάει όλα τα ζώα. «Δεν ξέρω, αλλά πονάει το καημένο.» απαντά η Άννα κοιτώντας με τρυφερότητα το πληγωμένο ζώο, αδιάφορη στο αίμα που λεκιάζει την μπλούζα της. «Μήπως ξέρεις που είναι το Άλσος που λέει η Φιλιώ;» «Ναι.» λέει η Άννα και του εξηγεί και αυτή με την σειρά της. «Θα έρθεις στο πάρτι έτσι;» «Ναι, βέβαια.» «Ωραία τότε. Μήπως θα ήθελες να πηγαίναμε μαζί αφού ξέρεις που ακριβώς είναι; Αν βέβαια δεν πειράζει την παρέα σου, εννοώ.» προσθέτει ευγενικά.

Οι δυο κοπέλες μένουν άναυδες. Η Άννα κομπιάζει, κοκκινίζει και τελικά καταφέρνει να μιλήσει. «Ε, δεν έχω παρέα, μόνη μου θα είμαι…θα πάω θέλω να πω.» «Ακόμα καλύτερα τότε, οι γυναίκες δεν πρέπει να τριγυρνούν μόνες τους τα βράδια, θα σε συνοδέψω λοιπόν!» Το κατσικάκι αρχίζει και κουνιέται επικίνδυνα και έτσι η Άννα βρίσκει την ευκαιρία να απομακρυνθεί βιαστικά, νιώθοντας όμως το αιχμηρό βλέμμα της Φιλιώς να της τρυπάει την πλάτη.

Η Φιλιώ δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά της. « Αν είναι δυνατόν να συζητήσει από τον ελέφαντα να πάει μαζί του στο πάρτι! Μα καλά δεν ντρέπεται να εμφανιστεί μαζί της; Μήπως τελικά δεν είναι και πολύ καλά στα μυαλά του; Να πάρει, είναι τόσο νόστιμος! Πρέπει να προσέξώ όμως, γιατί μπορεί τελικά να είναι ηλίθιος! Ακούς εκεί που χρειάζεται και συνοδεία η χοντρέλα!» Το όμορφο πρόσωπο της όμως, δεν φανερώνει καμία από τις σκέψεις της. «Ωραία κανονίστηκε. Θα έρθω με την Αννούλα. Δεν είναι καλή ιδέα να τριγυρίζει μόνη της το βράδυ.» «Καλά, όχι ότι έχει και φόβο να την πειράξει κανείς. Ποιος είναι τόσο γενναίος για να τα βάλει με τόσο όγκο;» ξεφεύγει από την Φιλιώ που έχει συγχυστεί ακόμα περισσότερο με εκείνο το «Αννούλα» που της πέταξε πριν στα μούτρα. «Αστειεύομαι φυσικά!» συμπληρώνει αμέσως μόλις βλέπει το χαμόγελο του Νίκου να παγώνει. «Φυσικά.» της λέει ξερά και λίγα λεπτά μετά γυρνάει στην δουλειά του, αφήνοντας την κοπέλα μανιασμένη από την ζήλια της.

Η Φιλιώ δεν μπορεί να ξεπεράσει κύματα κακίας και θυμού που την πνίγουν. Αποφασίζει να πάει για ψώνια μήπως και τα όμορφα, άχρηστα πράγματα φτιάξουν το κέφι της. Το περιστατικό όμως, έχει ήδη καταγραφεί στο κεφάλι της ως προσωπική προσβολή και αποφασίζει να μην το αφήσει να περάσει έτσι.

Η Άννα είναι γεμάτη χώματα γιατί έχει βρέξει και πρέπει να καθαρίσει τα κλουβιά των μαϊμούδων που το βρίσκουν ιδιαίτερα αστείο να της πετούν λασπόμπαλες. Παρόλα αυτά η κοπέλα είναι χαρούμενη και δεν φωνάζει καν στα μαμουδάκια.

Ακούει την φωνή της Φιλιώς. «Άννα που είσαι; Θέλω να σου πω κάτι.» «Εδώ Φιλιώ. Περίμενε ένα λεπτάκι, τελειώνω και βγαίνω.» «Άντε καημένη, μια ώρα έκανες!» «Συγνώμη, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω την δουλειά στην μέση.» «Καλά, έλα να σου πω. Έχω νέα!» Η Άννα κάθεται στο παγκάκι δίπλα στην Φιλιώ και σκουπίζει το ιδρωμένο της μέτωπο με το χέρι της, αφήνοντας ένα μικρό ρυάκι λάσπης πάνω στο χλωμό της δέρμα, αλλά η Φιλιώ δεν το προσέχει.

«Λοιπόν άκου. Νομίζω ότι βρήκα τον τρόπο να κάνω κατάσταση με τον Νίκο. Σε δυο εβδομάδες έχω τα γενέθλια μου. Λέω λοιπόν να κάνω ένα παρτάκι στο σπίτι μου. Οι γονείς μου θα λείπουν και έτσι θα έχω την ευκαιρία να του μιλήσω και θα με δει και στα καλύτερα μου. Λέω να πάω σε σπα την προηγούμενη μέρα.» «Και δεν θα έρθει ο Μηνάς στο πάρτι;» ρωτάει με αγωνία η Άννα που την έχει συνεπάρει η ίντριγκα. «Μπα, το πάρτι θα είναι Σάββατο και δεν θα μπορεί να φύγει από το σπίτι του.» «Γιατί;» «Ε, τα σαββατοκύριακα τα περνάει με την γυναίκα του, γιατί αλλιώς τον πρήζει.» «Είναι παντρεμένος;» λέει η Άννα με διάπλατα μάτια. «Ναι.» λέει ξερά η Φιλιώ και κοιτάει κατάματα την Άννα. «Ωραία, τότε δεν θα υπάρχει πρόβλημα.» λέει η Άννα προσπαθώντας να καταπιεί το σοκ.

Η Φιλιώ συνεχίζει να φλυαρεί χαρούμενη και αποφασίζουν να φορέσει ένα εξώπλατο κίτρινο φόρεμα. «Εσύ τι θα βάλεις;» «Τι; Θα έρθω και εγώ;» «Την καλύτερη μου φίλη δεν θα καλέσω;» Τα μάτια της Άννας συγκρατούν με κόπο τα δάκρυα που τα πλημμυρίζουν. Είναι η καλύτερη φίλη κάποιου. Αυτή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είναι καλεσμένη σε πάρτι! Το πρώτο πάρτι της ζωής της. Αγκαλιάζει την Φιλιώ εντελώς αυθόρμητα και ξεχνάει αμέσως τις επικριτικές σκέψεις που έκανε πριν. Επιτέλους έχει μια αληθινή φίλη. Είναι σχεδόν απίστευτο.

Η Φιλιώ φεύγει χαρούμενη για να αγοράσει γόβες στην σωστή απόχρωση για το φόρεμα. Η Άννα ταΐζει τον Μπανάνα –τελικά είναι αρσενικό της είπε ο κύριος Κώστας – και του λέει τα νέα. Είναι τόσο ενθουσιασμένη που γίνεται απρόσεχτη. Ξαφνικά χάνει την ισορροπία της και γέρνει επικίνδυνα προς την πισίνα. Προσπαθεί να κρατηθεί, αλλά το σώμα της την αγνοεί ως συνήθως και τελικά πέφτει με ένα τεράστιο πλάτς και μια τρομαγμένη κραυγή. Μόλις βρίσκεται στο νερό νιώθει την ψυχραιμία της να εξαφανίζεται. Φρικτές σκέψεις φυτρώνουν μέσα στο κεφάλι της με απίστευτη ταχύτητα. «Θα πνιγώ, δεν ξέρω να κολυμπάω. Είμαι πολύ βαριά, θα πάω κατευθείαν στον πάτο. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Θα πεθάνω. Δεν θα προλάβω να χαρώ το σπίτι μου, δεν έχω καν δοκιμάσει πως είναι τα φιλιά. Τι θα απογίνει ο Μπόμπας;»

Ξαφνικά μέσα στην μαυρίλα του επικήδειου που έχει αρχίσει να πλέκει, νιώθει κάτι να την ακουμπά. Είναι ο Μπανάνα. Το δελφίνι μπαίνει κάτω από το μπράτσο της και την ανασηκώνει. Η λογική έχει εγκαταλείψει την Άννα και σκέφτεται ότι θα πνίξει το δελφίνι αν στηριχτεί πάνω του. Κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια και τελικά κουνάει τα πόδια και τα χέρια της, παίρνοντας ταυτόχρονα την ανάσα που έχει ξεχάσει τόση ώρα. Γρήγορα συνειδητοποιεί ότι δεν βυθίζεται, αλλά κολυμπάει σχεδόν άνετα. Το δελφίνι την αγγίζει συνεχώς και τελικά κάνει μια τούμπα πάνω από το κεφάλι της. Η Άννα το κοιτάει και βάζει τα γέλια άθελα της. Δευτερόλεπτα μετά, κολυμπάνε δίπλα, δίπλα.

Η κοπέλα είναι τόσο συνεπαρμένη από αυτό την ξαφνική εξαφάνιση του φόβου που ξεχνά εντελώς που βρίσκεται και παίζει με το χαρούμενο δελφίνι. «Είσαι καλά; Άκουσα που φώναζες και νόμιζα ότι…» Η Άννα γυρνάει και βλέπει τον Νίκο που σκύβει πάνω από την πισίνα με ανήσυχο βλέμμα.

«Ναι, καλά είμαι, απλά τρόμαξα γιατί…» ψελλίζει ψάχνοντας απεγνωσμένα για μια αξιοπρεπή δικαιολογία. Ο Νίκος γελάει με τον Μπανάνα που κάνει βουτιές. «Μάλλον το διασκεδάζει!» της λέει και προτείνει το χέρι του. Η Άννα νιώθει να γίνεται κατακόκκινη και κοκαλώνει. Τι να κάνει; Αν πιάσει το χέρι του μάλλον θα βρεθεί και αυτός μέσα στην πισίνα , αποκλείεται να καταφέρει να αντέξει το βάρος της. Προσπαθεί να βγει μόνη της, αλλά δεν γίνεται τίποτα και αρχίζει να μετανιώνει που δεν πνίγηκε τελικά. Η ταπείνωση της γελάει κατάμουτρα. «Πιάσε το χέρι μου.» της λέει ο Νίκος απλά και την κοιτά στα μάτια. Η Άννα παίρνει μια βαθιά ανάσα και το χέρι που της απλώνει. Βάζει όλη της την δύναμη και τελικά τα καταφέρνουν.

«Προφανώς σηκώνεις πολλά βάρη στο γυμναστήριο!» του λέει προσπαθώντας να κρύψει την φρικτή αμηχανία της πίσω από το χιούμορ. Ο Νίκος γελάει. Μετά κοιτάει την μπλούζα της και της λέει ότι πρέπει να αλλάξει για να μην κρυώσει. Η Άννα συνειδητοποιεί ότι τα λευκά ρούχα που φοράει έχουν γίνει διάφανα και κοκκινίζει ακόμα περισσότερο, φέρνοντας πια περισσότερο προς το μελιτζανί. Ο ιππότης της απομακρύνεται διακριτικά και είναι σχεδόν σίγουρη ότι ακούει τον Μπανάνα να γελάει.

Η Πρόσκληση

Η Άννα είναι χαρούμενη και τρομοκρατημένη συνάμα για το πάρτι που πλησιάζει επικίνδυνα. Θέλει πολύ να πάει, αλλά δεν έχει ιδέα τι να φορέσει και τρώει όλο της το απόγευμα ψάχνοντας μανιωδώς στις κούτες με τα ρούχα, που δεν έχει ακόμα προλάβει να τακτοποιήσει στο καινούριο της σπίτι. Ο Μπόμπας μπερδεύεται στα πόδια της γαβγίζοντας χαρούμενος στην αναστάτωση.

Τελικά τα καταφέρνει. Βρίσκει ένα μαύρο παντελόνι και μια αρκετά φαρδιά, μαύρη μπλούζα. Στην πραγματικότητα λατρεύει τα έντονα χρώματα, αλλά φυσικά είναι απαγορευμένα για τις γυναίκες του σωματότυπου της από όλα τα αυστηρά περιοδικά μόδας. Ακόμα και η μητέρα της όταν την ανάγκαζε να πάνε για ψώνια, απαιτούσε να δοκιμάζει αποκλειστικά σκούρα ρούχα. Όχι βέβαια ότι και αυτά της άρεσαν πάνω στην κόρη της, αλλά τουλάχιστον μετρίαζαν κάπως το κατσούφιασμα που υπήρχε πάντα στο πρόσωπο της όταν κοιτούσε την μονάκριβη της. Εννοείται ότι δεν υπήρχε ποτέ χώρος για ενθαρρυντικά σχόλια ή έστω ένα λευκό ψεματάκι αποδοχής.

«Δείχνω σχεδόν εντάξει, ε Μπόμπα ;» το σκυλάκι γαβγίζει καταφατικά και η Άννα χαμογελάει. Μετά διαλέγει ένα κολιέ με πολύχρωμες χάντρες για να σπάσει λίγο το πένθιμο ντύσιμο της. Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα. Το πρώτο της πάρτι. Που ξέρεις τι μπορεί να συμβεί; Ίσως να είναι εκεί κάποιος που να της δώσει σημασία. Δεν μπορεί. Κάπου θα υπάρχει και ένας άντρας που δεν θα την βρίσκει αποκρουστική. Οι σκέψεις της, την κρατούν ξύπνια μέχρι πολύ αργά, αλλά τουλάχιστον είναι συγκρατημένα αισιόδοξες.

Το άλλο πρωί, η Φιλιώ έρχεται νωρίς να την βρει, γιατί έχει καταστρώσει το πλάνο της και θέλει να το συζητήσουν. Η Άννα χαίρεται τόσο πολύ με αυτά τα πρωτόγνωρα κοριτσίστικα σχέδια, που ξεχνά εντελώς τον τρόμο των πολλών αγνώστων που θα την κοιτάζουν το επόμενο βράδυ. Λίγη ώρα μετά η Φιλιώ φοράει το καλύτερο της χαμόγελο πάνω από το πιο κοντό της φόρεμα, που ήδη μισοκαλύπτει το τέλειο σώμα της και πλευρίζει τον Νίκο. «Αύριο γίνομαι 18 χρονών. Θα κάνω ένα μικρό πάρτι στο σπίτι μου και θέλω πολύ να έρθεις.» «Ευχαρίστως. Που ακριβώς είναι το σπίτι σου;» «Δεν είναι πολύ μακριά από εδώ.» Του δίνει αναλυτικές οδηγίες ενώ σκέφτεται τι είδους εραστής να είναι.»

Ο Νίκος όμως είναι καινούριος στην περιοχή και δεν μπορεί να προσανατολιστεί καλά. Εκείνη την στιγμή περνά η Άννα κρατώντας αγκαλιά ένα κατσικάκι με ματωμένο πόδι. «Τι έπαθε;» ρωτάει ο Νίκος που αγαπάει όλα τα ζώα. «Δεν ξέρω, αλλά πονάει το καημένο.» απαντά η Άννα κοιτώντας με τρυφερότητα το πληγωμένο ζώο, αδιάφορη στο αίμα που λεκιάζει την μπλούζα της. «Μήπως ξέρεις που είναι το Άλσος που λέει η Φιλιώ;» «Ναι.» λέει η Άννα και του εξηγεί και αυτή με την σειρά της. «Θα έρθεις στο πάρτι έτσι;» «Ναι, βέβαια.» «Ωραία τότε. Μήπως θα ήθελες να πηγαίναμε μαζί αφού ξέρεις που ακριβώς είναι; Αν βέβαια δεν πειράζει την παρέα σου, εννοώ.» προσθέτει ευγενικά.

Οι δυο κοπέλες μένουν άναυδες. Η Άννα κομπιάζει, κοκκινίζει και τελικά καταφέρνει να μιλήσει. «Ε, δεν έχω παρέα, μόνη μου θα είμαι&θα πάω θέλω να πω.» «Ακόμα καλύτερα τότε, οι γυναίκες δεν πρέπει να τριγυρνούν μόνες τους τα βράδια, θα σε συνοδέψω λοιπόν!» Το κατσικάκι αρχίζει και κουνιέται επικίνδυνα και έτσι η Άννα βρίσκει την ευκαιρία να απομακρυνθεί βιαστικά, νιώθοντας όμως το αιχμηρό βλέμμα της Φιλιώς να της τρυπάει την πλάτη.

Η Φιλιώ δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά της. « Αν είναι δυνατόν να συζητήσει από τον ελέφαντα να πάει μαζί του στο πάρτι! Μα καλά δεν ντρέπεται να εμφανιστεί μαζί της; Μήπως τελικά δεν είναι και πολύ καλά στα μυαλά του; Να πάρει, είναι τόσο νόστιμος! Πρέπει να προσέξώ όμως, γιατί μπορεί τελικά να είναι ηλίθιος! Ακούς εκεί που χρειάζεται και συνοδεία η χοντρέλα!» Το όμορφο πρόσωπο της όμως, δεν φανερώνει καμία από τις σκέψεις της. «Ωραία κανονίστηκε. Θα έρθω με την Αννούλα. Δεν είναι καλή ιδέα να τριγυρίζει μόνη της το βράδυ.» «Καλά, όχι ότι έχει και φόβο να την πειράξει κανείς. Ποιος είναι τόσο γενναίος για να τα βάλει με τόσο όγκο;» ξεφεύγει από την Φιλιώ που έχει συγχυστεί ακόμα περισσότερο με εκείνο το «Αννούλα» που της πέταξε πριν στα μούτρα. «Αστειεύομαι φυσικά!» συμπληρώνει αμέσως μόλις βλέπει το χαμόγελο του Νίκου να παγώνει. «Φυσικά.» της λέει ξερά και λίγα λεπτά μετά γυρνάει στην δουλειά του, αφήνοντας την κοπέλα μανιασμένη από την ζήλια της.

Η Φιλιώ δεν μπορεί να ξεπεράσει κύματα κακίας και θυμού που την πνίγουν. Αποφασίζει να πάει για ψώνια μήπως και τα όμορφα, άχρηστα πράγματα φτιάξουν το κέφι της. Το περιστατικό όμως, έχει ήδη καταγραφεί στο κεφάλι της ως προσωπική προσβολή και αποφασίζει να μην το αφήσει να περάσει έτσι.

Ο Νίκος

Ο Νίκος είναι σοκαρισμένος μετά από την συζήτηση με την Φιλιώ και δεν φταίει το μικροσκοπικό της φουστάνι. Το κακεντρεχές της αστειάκι του έχει προκαλέσει μεγάλη έκπληξη, γιατί το αγγελικό πρόσωπο της κοπέλας δεν αφήνει να εννοηθεί ένας τέτοιος χαρακτήρας και γιατί η ανθρώπινη κακία τον αφήνει πάντα έκπληκτο.

Παρόλο που έχει δεχθεί πολλά ξεσπάσματα κακίας και ακόμα περισσότερα βίας στην ζωή του, ποτέ δεν θέλησε να την αποδεχθεί ως ένα στοιχείο του σύγχρονου κόσμου ή του ποταπού ανθρώπινου χαρακτήρα. Ακόμα πιο απίστευτο για αυτόν είναι το γεγονός ότι η μοχθηρία μπορεί να προέρχεται από γυναίκες. Για τον Νίκο οι γυναίκες ήταν και θα είναι γλυκά, άδολα πλάσματα με στόμα φτιαγμένο για φιλιά και όχι για κατάρες και χέρια προορισμένα για να χαϊδεύουν και ποτέ για να χτυπούν.

Μέσα στο δικό του μυαλό, τα πράγματα είναι απλά και ξεκάθαρα. Δεν υπάρχει χώρος για μικρότητες και έτσι δεν υποψιάζεται καν ότι τα λόγια της Φιλιώς ήταν αποτέλεσμα ζήλιας. Απλά απορεί, αλλά επειδή ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή κοπέλα φέρθηκε έτσι, αποφασίζει ότι ίσως περνούσε μια δύσκολη ημέρα και σύντομα το ξεχνά.

Η Άννα δεν σκέφτεται τίποτα απολύτως, ή τουλάχιστον το προσπαθεί. Φροντίζει τα ζώα του κήπου και ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι της ότι η πρόταση του Νίκου δεν σήμαινε τίποτα παραπάνω από αυτό που είπε. Οποιαδήποτε αμυδρή φωνή αντίρρησης σηκώνει δειλά το κεφάλι της, δολοφονείται ακαριαία. Η κοπέλα σιχαίνεται τις αυταπάτες και τα γελοία παιχνίδια που παίζει το μυαλό. Θέλει να πατά γερά στην πραγματικότητα, γιατί ο φόβος της γελοιοποίησης είναι πάντα μεγάλος και απειλητικός μέσα της.

Λίγο πριν σχολάσουν ο Νίκος της δίνει ραντεβού στην είσοδο του ζωολογικού κήπου το βράδυ στις 9. Η Άννα του χαμογελά κα τρέχει στο σπίτι για να πει τα απίστευτα νέα στον Μπόμπα. Την ίδια ώρα η Φιλιώ βγαίνει από το κομμωτήριο πιο όμορφη από ποτέ.

Η Άννα περνά όλο το απόγευμα με ετοιμασίες και τελικά καταφέρνει να σουλουπωθεί και να ηρεμήσει βλέποντας τα αγαπημένα της Βραζιλιάνικα σήριαλ. Εκεί η ζωή είναι σκληρή μόνο για λίγο και μερικές φορές η υπηρέτρια παντρεύεται το πανέμορφο, καλόκαρδο και φυσικά πάμπλουτο αφεντικό της, χαρίζοντας μικρές ελπίδες και μεγάλες φαντασιώσεις σε ένα σωρό κορίτσια.

Στις 8.45 ακριβώς βρίσκεται έξω από τον κήπο με τα πόδια της να τρέμουν και την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα. Δυο λεπτά αργότερα καταφθάνει ο Νίκος ζητώντας της συγνώμη που περίμενε.

Στην αρχή η Άννα περπατά όσο πιο γρήγορα της επιτρέπει το βαρύ της σώμα, συνηθισμένη στους βιαστικούς ανθρώπους που την μαλώνουν όταν περπατά αργά και τους καθυστερεί. Σύντομα όμως, νιώθει το χέρι του Νίκου στον δεξί της ώμο. «Γιατί βιάζεσαι; Είναι τόσο ωραίο το βράδυ, θα σε πείραζε αν περπατούσαμε λίγο πιο αργά;» «Όχι καθόλου. Ξέρεις συνήθως περπατώ πολύ πιο αργά από όλους τους άλλους και είναι εκνευριστικό για τους περισσότερους ανθρώπους αυτό.» «Και εγώ το ίδιο κάνω! Μόνιμα μένω πίσω, αλλά ξέρεις κάτι; Δεν με νοιάζει. Δεν μου αρέσει να πιέζομαι όταν δεν χρειάζεται, ούτε και να αγχώνομαι χωρίς λόγο.»

Η Άννα του χαμογελά και επιβραδύνει το βήμα της, ενώ οι σκέψεις της εξακολουθούν να τρέχουν. «Φυσικά, γιατί να νοιάζεσαι εσύ για την γνώμη των άλλων; Ποιος καταφέρνει να θυμώσει με αυτά τα υπέροχα μάτια σου; Το χαμόγελο σου κάνει τους ανθρώπους να σου συχωρούν τα πάντα. Είμαι σίγουρη.» σκέφτεται η Άννα χωρίς κακία. Απλά θαυμάζει κάτι που γνωρίζει ότι δεν θα γευθεί ποτέ, την χωρίς όρους αποδοχή.

Στον περίπατο τους ανακαλύπτουν κάποια κοινά. Και ο Νίκος ζει μόνος του και φυσικά λατρεύει τα ζώα. Ενθουσιάζεται με τον Μπόμπα που του περιγράφει η Άννα και αρχίζει σοβαρά να σκέφτεται την ιδέα να πάρει ένα σκυλάκι. Η Άννα στενοχωριέται σχεδόν όταν φτάνουν στο σπίτι της Φιλιώς, γιατί απολάμβανε την κουβέντα και την σπάνια ευκαιρία να μιλάει στα πράσινα μάτια του και να χαϊδεύει νοερά τα ξανθά μαλλιά του.

«Νίκο μου! Καλώς ήρθες!» λέει θερμά η Φιλιώ και αγκαλιάζει σφιχτά τον έκπληκτο άνδρα. Αντίθετα δίνει χαλαρά το χέρι της στην Άννα, ρίχνοντας της ένα αδιευκρίνιστο βλέμμα. «Έλα να σου δείξω το σπίτι.» του λέει και παγιδεύει το μπράτσο του πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, παρατώντας την Άννα σύξυλη μέσα σε μια θάλασσα από μάτια.

Η κοπέλα νιώθει να αδειάζει απότομα, αλλά ευτυχώς βλέπει τον γεμάτο μπουφέ που της χαμογελάει από μακριά και κατευθύνεται εκεί γρήγορα. Στενοχωριέται με την στάση της φίλης της, αλλά την δικαιολογεί αυτόματα, γιατί δεν αντέχει να μείνει και πάλι χωρίς φίλη. «Αφού μου το έχει πει ότι της αρέσει ο Νίκος. Τώρα είναι μοναδική ευκαιρία να μιλήσουν μόνοι τους. Την καταλαβαίνω.» σκέφτεται τρώγοντας ένα εξωφρενικά ωραίο μιλφέιγ. Μετά από λίγο σκέφτεται ότι ίσως να τα φτιάξουν απόψε ο Νίκος και η Φιλιώ. Προσπαθεί να χαρεί, αλλά για κάποιο λόγο είναι μπερδεμένη σε ένα μάλλον πικρό συναίσθημα. Η γιατρειά για αυτού του είδους τους πόνους είναι μια εντυπωσιακή σοκολατίνα.

Το πάρτι απογειώνεται

Η Άννα αισθάνεται καλύτερα τώρα και αρχίζει να κοιτά γύρω της κρυμμένη πίσω από μια ζουμερή φέτα κλαμπ σάντουιτς. Την πλησιάζει ένας κύριος γύρω στα 50 που καρφώνεται αμέσως στο στήθος της και εξακολουθεί να απευθύνεται σε αυτό, όση ώρα της μιλάει για τα 3 σπίτια και τα 2 αυτοκίνητα του (το ένα μερσεντές!)

Η Άννα χαμογελά συνεσταλμένα και ψάχνει έναν ευγενικό τρόπο να εξαφανιστεί χωρίς να προσβάλει τον πλούσιο κύριο. «Και που λες μωρό μου, το σπίτι στο Λαγονήσι είναι κούκλα. Σωστή βιλίτσα! Τι θα΄λεγες να πάμε αύριο; Όχι επί του πονηρού καλέ! Για μπάνιο λέω. Να περάσω να σε πάρω κατά τις 10;

Η Άννα γουρλώνει τα μάτια της και κρατάει το στομάχι της. «Συγνώμη, δεν νιώθω καλά. Πρέπει να πάω στο μπάνιο. Μάλλον με κάτι με πείραξε.» «Ωχ! Μη μου πεις ότι ήταν ο σολομός, γιατί τον τσάκισα.» της απαντά με συμπόνια. Η Άννα δεν λέει τίποτα, αλλά φεύγει βιαστικά προς την κατεύθυνση του μπάνιου για να υποστηρίξει το ψέμα της. Το κάτω μπάνιο είναι απασχολημένο, αλλά επειδή τελικά θέλει όντως να πάει τουαλέτα, αποφασίζει να πάει στο πάνω μπάνιο, δίπλα στα υπνοδωμάτια.

Ανεβαίνει αργά τα μαρμάρινα σκαλιά και φτάνει ακριβώς στην ώρα για να δει την Φιλιώ και τον Νίκο να εξαφανίζονται πίσω από την πόρτα του δωματίου της κοπέλας. Η Φιλιώ βλέπει την Άννα και σκάει ένα μεγάλο χαμόγελο που μοιάζει ύποπτα πολύ με κοροϊδία.

Η Άννα έκπληκτη, νιώθει το ψέμα της να αποκτά δική του ζωή και το στομάχι της να ανακατεύεται άσχημα. Μπαίνει γρήγορα στο μπάνιο και βγάζει όλα τα γλυκά και τα πικρά από μέσα της. Μετά κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Ο κόσμος που την κυκλώνει της φαίνεται ανυπόφορος. Ξαναγυρνάει στον παρηγορητικό μπουφέ, αλλά αυτή την φορά συγκρατείται και τρώει μόνο ένα σάντουιτς.(Εντάξει και ένα παγωτό, αλλά είναι μικρό, δεν μετράει.) Θέλει πολύ να φύγει, αλλά δεν τολμά. Σκέφτεται ότι μπορεί να παρεξηγηθεί η Φιλιώ.

Μια χαριτωμένη παρέα λυγερών κοριτσιών με φλουό φορεματάκια στριμώχνεται δίπλα της στο μπουφέ. Την σκουντάνε δυνατά, χωρίς να ζητήσουν συγνώμη. Μια μικροσκοπική μελαχρινή ψιθυρίζει κάτι στις άλλες και εκείνες χαχανίζουν, ρίχνοντας φανερές ματιές στην Άννα. Τελικά το αποφασίζει. Θα φύγει.

Βγαίνοντας από το σπίτι νιώθει πολύ καλύτερα. Το σκοτάδι και η ησυχία της νύχτας την γαληνεύουν λίγο, αλλά ακόμη νιώθει ένα βάρος στο στήθος. Συνειδητοποιεί ότι τα βήματα της την έχουν οδηγήσει στο ζωολογικό κήπο και όχι στο σπίτι της.

Βγάζει το κλειδί από την τσάντα της και μπαίνει μέσα. Ο κυρ Γρηγόρης κοιμάται αμέριμνος στο σπιτάκι δίπλα στην είσοδο. Καλύτερα έτσι, αν ξυπνήσει θα πρέπει να του δώσει εξηγήσεις και δεν θέλει.

Το πάρκο είναι πολύ πιο όμορφο την νύχτα, χωρίς τις περιττές φωνές των επισκεπτών. Το μόνο που ακούγεται είναι οι παρηγορητικοί θόρυβοι των ζώων. Η Άννα βρίσκει τον Μπανάνα να κολυμπά ήρεμα στην πισίνα. «Άραγε τα δελφίνια κοιμούνται κολυμπώντας;» αναρωτιέται. Το δελφίνι την βλέπει και αμέσως βγάζει το κεφαλάκι του έξω από το νερό. Η Άννα πλησιάζει στο χείλος της πισίνας και χαϊδεύει το όμορφο μουσούδι του. Η επόμενη κίνηση της γίνεται τελείως αυθόρμητα.

Βγάζει τα ρούχα της και πέφτει στην πισίνα. Το νερό είναι τόσο χαλαρωτικό που παίρνει όλες τις σκέψεις. Ο Μπανάνα έχει τρελαθεί από την χαρά του και κολυμπά δίπλα της αγγίζοντας την απαλά. Η Άννα μένει ώρες με τον Μπανάνα. Σπάνια η ευτυχία είναι τόσο χειροπιαστή και έντονη για εκείνη.

Η Φιλιώ έχει βγάλει και αυτή το κίτρινο φορεματάκι της με μια αέρινη κίνηση και κοιτά τον Νίκο κατάματα.

Eξαίρεση

Ο Νίκος τραβιέται ξαφνιασμένος πίσω. «Τι κάνεις;» «Προσπαθώ να σε αποπλανήσω.» έρχεται η χαμογελαστή απάντηση, κλισέ όσο και οι ταινίες που την λανσάρουν. «Συγνώμη, αλλά πως σου ήρθε μια τέτοια ιδέα;» «Τι εννοείς; Δεν σου αρέσω;» «Ε&ναι, αλλά ξέρεις δεν&μπορώ να κάνω&έρωτα με κάποιον που δεν γνωρίζω σχεδόν καθόλου.» Η Φιλιώ βλέπει τον καλοστημένο μύθο του άνδρα επιβήτορα να διαλύεται μπροστά της. Δεν μπορεί καν, να καταλάβει. Είναι δυνατόν να κάνουν λάθος τα περιοδικά; Υποτίθεται ότι το μόνο που χρειάζεται είναι ένα υγιής άνδρας, μια όμορφη γυναίκα και αμέσως αρχίζουν τα πυροτεχνήματα! Εκτός και αν&

«Είσαι gay;» «Καθόλου. Απλά δεν μπορώ να&χωρίς να είμαι ερωτευμένος.» «Οπότε είναι ψυχολογικό το πρόβλημα σου.» «Δεν θεωρώ ότι είναι πρόβλημα Φιλιώ. Προτίμηση είναι.» λέει ο Νίκος που ξαφνικά θυμώνει. «Νομίζω ότι θα φύγω. Σε ευχαριστώ και πάλι για την πρόσκληση και χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου .» Φεύγει κλείνοντας απαλά την πόρτα.

Η Φιλιώ μένει εμβρόντητη και τραβά με λύσσα το φόρεμα της πάνω. Το χρατς που ακούγεται την εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Αλλάζει βιαστικά, κρατώντας δυναμικά τα δάκρυα της για να μην χαλάσει το μακιγιάζ και η διάθεση της. Ξαναγυρνά στο κοινό της και χορεύει με όλους τους όμορφους νεαρούς που είναι διαθέσιμοι. Το μυαλό της όμως είναι ακόμα κολλημένο σε εκείνον που της πρόσφερε την πρώτη της απόρριψη.

Ο Νίκος δεν κατάφερε να βρει την Άννα και έτσι τώρα περπατά μόνος του προσπαθώντας να ξεχάσει όλη αυτή την παράλογη βραδιά. Δυσκολεύεται να κοιμηθεί όταν τελικά φτάνει σπίτι του. Μπροστά του στριφογυρίζουν τα πρόσωπα της Ντίνας, του πρώτου του έρωτα και της Μαρίνας, της δεύτερης γυναίκας που αγάπησε.

Η Ντίνα ήταν η παρηγοριά της εφηβείας του, εκείνη που τον βοήθησε να τα βγάλει πέρα με όλα τα βάσανα του. Αγαπήθηκαν με ένα δυνατό , πρωτόγνορο και για τους δυο πάθος που τους μούδιαζε όλες τις άλλες σκέψεις για 3 χρόνια. Δυστηχώς όμως η Ντίνα πέρασε σε μια σχολή στην επαρχία και όλα ξεθώριασαν γρήγορα μεταξύ τους. Την θυμάται ακόμα με τρυφερότητα.
Η Μαρίνα πάλι, ήταν τόσο διαφορετική. Τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη του, καλλιεργημένη, πανέμορφη. Ο εγωισμός της όμως, ξεπερνούσε όλα τα άλλα της προτερήματα. Η κοσμοθεωρία της Μαρίνας ήταν, ότι ποτέ κανείς δεν έμπαινε πάνω από εκείνη. Μπορούσε να γίνει απίστευτα σκληρή και συνήθως το έκανε. Χώρισαν άσχημα μετά από λίγους μήνες όταν ο Νίκος ανακάλυψε πως η Μαρίνα έφτιαξε με έναν φίλο του. Άλλαξαν βαριά λόγια και δεν την ξαναείδε ποτέ. Τον φίλο του τον συγχώρεσε όταν τον είδε να σέρνεται μόλις η Μαρίνα τον παράτησε και αυτόν επειδή βρήκε κάποιον που την εξυπηρετούσε καλύτερα.

Η Φιλιώ ήταν πολύ όμορφη και φυσικά του άρεσε. Όσα της είπε ήταν αλήθεια. Για αυτόν το sex και η αγάπη είναι δυο πράγματα αλληλένδετα. Το ξέρει ότι ανήκει σε μια πολύ σπάνια κατηγορία ανδρων. Το γνωρίζει αυτό. Μετά πάντως από το αποψινό, έχασε κάθε ενδιαφέρον για την νεαρή κοπέλα.

Η Άννα κοιμάται αγκαλιά με τον Μπόμπα, όταν ακούει τελικά το ξυπνητήρι. Πετάγεται πάνω, ντύνεται βιαστικά και απολαμβάνει ένα γιγάντιο σάντουιτς πριν φύγει για την δουλειά. Καθαρίζει προσεκτικά την λιμνούλα για τις πάπιες, όταν την πλησιάζει ο Νίκος.

«Που εξαφανίστηκες εσύ χθες;» την ρωτάει. «Έφυγα νωρίς, γιατί κάπως ήταν το στομάχι μου. Συγνώμη.» «Ωχ καημενούλα! Γιατί δεν μου είπες να φύγουμε μαζί; Γύριζες ολομόναχη μέσα στην νύχτα; Είσαι καλά τώρα;» «Ναι, μια χαρά είμαι. Σε ευχαριστώ. Δεν είχα πρόβλημα να γυρίσω. Έχω συνηθίσει να είμαι μόνη.» «Παρόλα αυτά, νιώθω άσχημα. Άσε που δεν τελειώσαμε την συζήτηση μας. Ξέρεις τόσα πολλά για τα σκυλιά! Να σου ζητήσω μια μεγάλη χάρη; Αν μπορείς δηλαδή και αν έχεις λίγο χρόνο.» «Ναι, ότι θες.» λέει υπερβολικά γρήγορα η Άννα και δαγκώνεται. «Συγκρατήσου ζώων! Λίγη αξιοπρέπεια επιτέλους!» ουρλιάζει η φωνούλα μέσα στο κεφάλι της.

«Τελικά αποφάσισα να πάρω και εγώ ένα σκυλάκι. Αλλά δεν έχω ιδέα τι είδος. Μήπως θα μπορούσες να πάμε μαζί σε ένα μαγαζί για να με βοηθήσεις να διαλέξω; Αν δεν σε βάζω σε μεγάλο κόπο&» «Κανένας κόπος. Όποτε θες.» του χαμογελά η Άννα θρυμματίζοντας τα αξιοπρεπή όνειρα της συνείδησης της. «Αύριο το απόγευμα σε βολεύει;» «Ναι, πάρα πολύ. Μόνο που ξέρεις κάτι; Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα, αν θες δηλαδή, να πάμε σε ένα άσυλο με εγκαταλελειμμένα ζώα, αντί για μαγαζί. Γιατί να αγοράσεις ένα σκυλί όταν μπορείς να σώσεις κάποιο που έχει πραγματικά ανάγκη; Αυτή είναι η δική μου γνώμη.» προσθέτει ντροπαλά, ενώ αναρωτιέται μήπως μίλησε περισσότερο από ότι χρειαζόταν.

«Νομίζω ότι έχεις εξαιρετικές ιδέες! Τελικά ταιριάζουμε εμείς οι δύο.» λέει ο Νίκος και φεύγει αφήνοντας την Άννα να χαμογελά στην λιμνούλα για ώρα.

Η πρώτη φορά

Την επόμενη ημέρα, η Άννα κάνει όλες τις δουλειές της σιγοτραγουδώντας. Είναι τόσο χαρούμενη που θα περάσει λίγη ώρα μόνη της με τον Νίκο. Το ξέρει βέβαια ότι αυτό δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο, αλλά για εκείνη η ευτυχία βρίσκεται σε αυτές τις μικρές στιγμές χαράς.

Το λέει ξανά και ξανά στον εαυτό της, έτσι ώστε να αποκλείσει οποιαδήποτε περίπτωση παρερμηνείας. «Σε βλέπει μόνο ως φίλη. ΦΙΛΗ! Τίποτα ποτέ δεν μπορεί να συμβεί μεταξύ σας. Αυτός είναι πανέμορφος, σαν τον Brad Pitt είναι. Δεν μπορεί να κοιτάξει εσένα που είσαι σαν&άστο καλύτερα! Απλά είναι ευγενικός ο άνθρωπος και μάλλον δεν σιχαίνεται να σε βλέπει. Μην παρασύρεσαι από ηλίθιες φαντασιώσεις, θα γίνεις ρεζίλι. Θυμήσου τον Πέτρο.»

Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός έρωτας της Άννας. Ήταν ένας νεαρός που μετακόμισε δίπλα στην Άννα όταν ήταν και οι δυο τους 16 χρονών. Ο Πέτρος ήταν μελαχρινός, λίγο στρουμπουλός, με χοντρά γυαλιά και ευχάριστο δυναμικό χαρακτήρα. Είχε και ένα τεράστιο λυκόσκυλο που λάτρευε την Άννα και ορμούσε πάνω της με μανία όταν την έβλεπε. Έτσι γνωρίστηκαν. Μερικές φορές την άφηνε να βγάλει το σκυλί βόλτα.

«Είσαι κορόιδο που κάνεις τις δικές του αγγαρείες και τρέχεις πίσω από το παλιόσκυλο. Άσε που θα κολλήσεις και καμιά αρρώστια. Δεν το βλέπεις πως σε εκμεταλλεύεται; Πάντα θα είσαι το θύμα εσύ; Οι άνδρες πάντα κάτι θέλουν, να το θυμάσαι αυτό! Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Μόνο έξυπνοι και φυσικά&χαζοί.» έλεγε η σκληρή φωνή της μητέρας της. Την τελευταία λέξη την τόνιζε πάντα, κοιτώντας την κατάματα μήπως και δεν έπιανε το υπονοούμενο.

Ο Πέτρος όμως δεν ήταν εκμεταλλευτής. Συμπαθούσε πραγματικά την Άννα και είχαν αρκετά κοινά. Η Άννα τον ερωτεύθηκε βαριά. Η κάθε της μέρα εξαρτιόταν από τις διαθέσεις του Πέτρου, που ήταν λίγο κυκλοθυμικός όπως κάθε σωστός έφηβος. Όταν ο Πέτρος είχε κέφια και της χαμογελούσε, η Άννα ήταν στα ουράνια. Όταν τον έβλεπε κατσούφη, έκανε τα πάντα για να του φτιάξει το κέφι.

Βρισκόντουσαν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα και συνήθως πήγαιναν για παγωτό ή βόλτα την Μίλλη στο πάρκο. Τις υπόλοιπες ημέρας η Άννα τον ονειρευόταν και αναρωτιόταν πώς να είναι το πρώτο τους φιλί. Πίστευε ότι είχε ελπίδες μαζί του γιατί δεν ήταν πολύ όμορφος ή δημοφιλής και γιατί χρειαζόταν απεγνωσμένα να το πιστέψει. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν κάτι τόσο δυνατό.

Κάποια ρομαντική βραδιά του Ιουλίου, ο Πέτρος πρότεινε να πάνε στην παραλία για να θαυμάσουν την πανσέληνο. Ήταν πολύ ώρα καθισμένοι στην μαλακή άμμο, όταν ο Πέτρος την κοίταξε στα μάτια και είπε ξαφνικά: «Άννα θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι.» Η καρδιά της Άννας πετάρισε σαν ξετρελαμένη πεταλούδα. «Ναι;» «Είμαι ερωτευμένος, αλλά ντρέπομαι πολύ.» «Δεν υπάρχει λόγος να ντρέπεσαι.» «Δεν ξέρω&είναι δύσκολο να κάνω κάτι.» Η Άννα έτρεμε ολόκληρη από αναστάτωση και ευτυχία. «Άσε με να σε βοηθήσω τότε.» του είπε και μαζεύοντας όλο της το κουράγιο πήγε να τον φιλήσει στα χείλια. Ο Πέτρος τινάχτηκε ξαφνιασμένος. «Τρελάθηκες; Τι κάνεις;» «Είπες ότι είσαι&» «Ερωτευμένος; Ναι, αλλά όχι μαζί σου! Με την Κάτια εννοούσα. Την καινούρια μαθήτρια. Εσένα δεν μπορώ να σε δω έτσι.» «Επειδή είμαστε φίλοι.» πρόσθεσε βιαστικά βλέποντας την Άννα να χλομιάζει. «Συγνώμη.» του είπε και σηκώθηκε πάνω. «Που πας;» «Γυρνάω σπίτι.» «Θα σε πάω εγώ.» «Όχι, ευχαριστώ. Δεν χρειάζομαι συνοδεία. Άλλωστε ποιος θα με πειράξει; Εμένα κανένας δεν μπορεί να με δει έτσι.» είπε και έφυγε τρέχοντας.

Ο Πέτρος σηκώθηκε όρθιος, αλλά δεν έτρεξε πίσω της. Η Άννα έφτασε σπίτι πνιγμένη στα δάκρυα και συνέχισε να κλαίει για πολλές ημέρες. Δεν ξαναμίλησε στον Πέτρο, γιατί δεν άντεχε να τον κοιτά καταπρόσωπο. Ο Πέτρος προσπάθησε να την προσεγγίσει πολλές φορές, αλλά εκείνη του γυρνούσε την πλάτη μέχρι που εκείνος βαρέθηκε και δεν ξαναπροσπάθησε.

Τηλεόραση

Αργά το απόγευμα, λίγο πριν σχολάσει η Άννα, εμφανίζεται η Φιλιώ. Είναι πανέμορφη όπως πάντα και έχει μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια. «Πως σου φάνηκε το πάρτι μου;» ρωτάει. Φυσικά δεν είχε προσέξει ότι η Άννα έφυγε πολύ νωρίς. «Υπέροχο Φιλιώ. Και εσύ ήσουν κούκλα.» «Χμ, ναι μου το είπαν και άλλοι αυτό. Ένας μάλιστα, μου το έδειξε κιόλας.» χαχανίζει. Η Άννα βλέπει που πάει η συζήτηση και νιώθει ένα κόμπο, λες και της έχει κάτσει ένα ολόκληρο κρουασάν στο λαιμό. Το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι να χαμογελάσει. «Δεν θες να μάθεις τι έγινε με τον Νίκο;» Η Άννα καταπίνει, αλλά το κρουασάν δεν πάει κάτω. Η Φιλιώ βέβαια, δεν χρειάζεται απάντηση για να συνεχίσει. Το κοινό είναι παρόν και αυτό είναι το μόνο που μετράει.

«Το κάναμε! Καλός ήταν, αλλά έχω πάει και με καλύτερους.» λέει με έναν ελαφρύ αλλά ευδιάκριτο τόνο περιφρόνησης. «Ωραία. Τώρα δηλαδή είστε μαζί;» ρωτάει η Άννα κοιτώντας επίμονα το χώμα. «Όχι μωρέ. Είναι πολύ&παιδί για εμένα. Εξάλλου αφήνω εγώ τον Μηνά μου; Ο Νίκος ήταν απλά ένα ευχάριστο διαλειμματάκι.» λέει και χαμογελά αυτάρεσκα. Η Άννα μισοχαμογελά και αυτή και προσπαθεί να φανταστεί πως είναι να ζεις στο σύμπαν που ο Νίκος δεν είναι τα πάντα, αλλά μόνο ένα διαλειμματάκι.

Η Φιλιώ φεύγει γιατί την φωνάζει ο πατέρας της και η Άννα ετοιμάζεται και αυτή να σχολάσει. Πέντε λεπτά μετά, βλέπει τον Νίκο που της γνέφει από μακριά. Φεύγουν μαζί φλυαρώντας στον δρόμο για το άσυλο των ζώων. Όταν κάποτε φτάνουν, τριγυρνούν μαζί στους θλιβερούς διαδρόμους με τα ικετευτικά βλέμματα των ζώων να τους βαραίνουν τις καρδιές. Τελικά ο Νίκος διαλέγει ένα ξεμαλλιασμένο κόκερ που κλαψουρίζει ασταμάτητα. Η Άννα αισθάνεται μια τρομερή επιθυμία να του χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά τελικά συγκρατείται και χαϊδεύει το ταλαιπωρημένο τρίχωμα του μικρού σκυλιού.

Φεύγουν χαμογελώντας και οι τρεις. Κάνουν μια στάση για να προμηθευτούν κονσέρβες για το σκυλάκι και μετά περπατούν μέχρι το σπίτι του Νίκου με γοργό ρυθμό, γιατί το κόκερ έχει ξετρελαθεί με την καινούρια ελευθερία και τρέχει σαν τρελό πέρα δώθε γαβγίζοντας σιγανά. Η Άννα δίνει μπόλικες οδηγίες επιβίωσης στον καινούριο ιδιοκτήτη του μικρού μπελά και ο Νίκος την ακούει με προσοχή.

«Θα έρθεις μέσα για λίγο; Χρειαζόμαστε ένα αναψυκτικό μετά από τόσο τρέξιμο.» «Ναι, αλλά όχι για πολλή ώρα. Ο Μπόμπας θα πεινάει.» Μπαίνουν στο σπίτι και είναι ακριβώς όπως το έχει φανταστεί. Λίγα έπιπλα, άδειοι τοίχοι, τραπέζι χωρίς τραπεζομάντιλο. Η Άννα κάθεται στον γκρι καναπέ προσεκτικά. Το κόκερ εξερευνεί το καινούριο του σπίτι και φαίνεται να το εγκρίνει.

Ο Νίκος της φέρνει μια cocacola και η Άννα παρατηρεί το δωμάτιο. «Την τηλεόραση που την έχεις;» «Δεν έχω τηλεόραση.» Η Άννα σοκάρεται. «Γιατί;» «Δεν μου αρέσει. Ποτέ δεν είχα άλλωστε, ούτε καν όταν ήμουν παιδί.» «Άσε με να μαντέψω. Γονείς χίπη ενάντια σε κάθε τεχνολογία;» ρωτάει η Άννα χαμογελώντας. Το πρόσωπο του Νίκου σκοτεινιάζει απότομα. Η Άννα αναγνωρίζει αμέσως τα σημάδια του πρώτου πόνου και σπεύδει να διορθώσει το λάθος της. «Συγνώμη δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, απλά προσπάθησα να αστειευτώ.» «Δεν τρέχει τίποτα, μην ανησυχείς. Να φέρω πατατάκια;» «Όχι, καλύτερα να φύγω. Ο Μπόμπας θα γκρεμίσει το σπίτι από την πείνα.» «Εντάξει. Πάμε.» «Δεν χρειάζεται να με πας.» «Το ξέρω Αννούλα. Το θέλω όμως. Απλά περίμενε ένα λεπτό να βάλω λίγο νερό σε ένα μπολ για τον μικρό.»

«Νάτο πάλι αυτό το Αννούλα» σκέφτεται η Άννα και νιώθει μια ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος της. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο, μακριά από τα επικίνδυνα όνειρα. Λίγα λεπτά μετά, περπατούν μαζί στον άδειο δρόμο χωρίς να μιλάνε. «Ήμουν αγενής μαζί της. Μια ερώτηση έκανε το κοριτσάκι. Που να ξέρει; Είναι τόσο γλυκιά. Σίγουρα η δικός της κόσμος ήταν πάντα ρόδινος.» σκέφτεται ο Νίκος και κοιτάει την Άννα που προχωρά σιωπηλή.

Η Άννα έχει γυρίσει πολύ πίσω. Στην Έκτη Δημοτικού η δασκάλα τους μάθαινε πώς να γράφουν εκθέσεις. Δυστηχώς όμως το αγαπημένο της θέμα ήταν η οικογένεια. «Ο καλός μου ο παππούς.» «Το σπίτι μας.» «Το γιορτινό τραπέζι.» «Η μητέρα.» «Ο πατέρας.» «Η οικογένεια μας.» Η Άννα υπέφερε με αυτά τα θέματα και φυσικά δεν μπορούσε να τα αναπτύξει. Την πρώτη φορά που είδε έναν τέτοιο τίτλο έμεινε σιωπηλή όλη την ώρα που τα υπόλοιπα παιδάκια περιέγραφαν με μπόλικες λεπτομέρειες τα χαρούμενα σπιτικά τους. Στο τέλος του μαθήματος, πλησίασε δειλά την δασκάλα και την ρώτησε μήπως θα μπορούσε να γράψει έκθεση με κάποιο άλλο θέμα. Η δασκάλα την κοίταξε επικριτικά και της απάντησε ότι δεν γινόντουσαν εξαιρέσεις και ότι το θέμα ήταν μια χαρά. Ίσα, ίσα που για αυτό το έβαλε για να κάνει τους μαθητές της να συλλογιστούν πάνω στην αξία της οικογένειας και να την εκτιμήσουν. Η Άννα κατέβασε το κεφάλι και μόλις πήγε σπίτι της, άνοιξε την τηλεόραση. Παρακολούθησε αρκετές ώρες, μέχρι που βρήκε μια οικογενειακή κωμωδία που της έδωσε αρκετά στοιχεία για την έκθεση της.

Μετά έγραψε μια μακροσκελή έκθεση για χαρούμενα πρωινά με μαρμελάδα φράουλα, Κυριακάτικα γεύματα που μαγείρευαν όλοι μαζί, ευτυχισμένα απογεύματα που διάβαζαν παραμύθια μπροστά στο τζάκι και διακοπές παραγεμισμένες με αστεία περιστατικά που φανέρωναν το πόσο πολύ την αγαπούσαν. Η δασκάλα της έβαλε άριστα. Από τότε, όλα τα οικογενειακά θέματα της έκθεσης γέμιζαν με χαρωπές εικόνες βγαλμένες μέσα από τις οικογενειακές κωμωδίες που η Άννα έβλεπε μόνη στο δωμάτιο της.

Το αίμα

Ο Νίκος προσπαθεί να κάνει το σκυλάκι να κοιμηθεί στο όμορφο καλάθι που του πήρε, αλλά εκείνο αρνείται κατηγορηματικά. Τελικά, ξαπλώνει στο κρεβάτι του και ακούει το κόκερ που κλαψουρίζει σιγανά για ένα ολόκληρο τέταρτο, ενώ αισθάνεται τουλάχιστον κάθαρμα για αυτό. Μετά η καρδιά του γίνεται χίλια κομμάτια και παίρνει το πλασματάκι στο κρεβάτι του.

Το σκυλί σταματάει αμέσως το κλάμα και βολεύεται δίπλα ακριβώς στο πρόσωπο του. Έτσι ο Νίκος γίνεται και αυτός ένα από τα ευαίσθητα αφεντικά των οποίων τα κατοικίδια τους εκμεταλλεύονται στυγνά και εκείνοι παραμένουν πανευτυχείς.

Η Άννα κοιμάται και αυτή αγκαλιά με τον Μπόμπα. Τα όνειρα της είναι γεμάτα από γαυγίσματα και όμορφα κουτάβια. Το πρωί ξυπνά με την ουρά του Μπόμπα πάνω στην μύτη της. Τον ψευτομαλώνει και μετά βγαίνουν για μια γρήγορη βόλτα πριν από το πρωινό.

Όταν φτάνει στην δουλειά περνάει πρώτα από τον Μπανάνα όπως κάθε πρωί και το δελφίνι εκδηλώνει την χαρά του με εντυπωσιακά σάλτα. Αργότερα συναντιούνται με τον Νίκο. Της χαμογελάει και πιάνουν κουβέντα για το κουτάβι. «Του βρήκες όνομα;» «Ναι, πιστεύω ότι το Βαγγέλης του πάει πολύ.» «Βαγγέλης; Αλήθεια;» επαναλαμβάνει η Άννα μη μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια της. «Είναι χαζό ε;» «Όχι, όχι απλά εμένα μου φαίνονται αστεία τα ζώα με ονόματα ανθρώπων.» «Εντάξει είναι κάπως&αλλά του πάει!» «Βαγγέλης λοιπόν.»

Η Φιλιώ του παρατηρεί από μακριά που γελάνε και συγχύζεται τόσο που φεύγει αμέσως από τον ζωολογικό κήπο. Η μέρα κυλά γρήγορα και το μεσημέρι ο Νίκος βρίσκει πάλι την Άννα και τρώνε το φαγητό τους παρέα. Ο Νίκος τρώει δηλαδή, γιατί η Άννα είναι τόσο χαρούμενη που δεν μπορεί παρά να φάει μόνο ένα σάντουιτς. Τα άλλα δυο σάντουιτς , η γκοφρέτα και η καρυδόπιτα μένουν παραπονεμένα στο βάθος της τσάντας της. Προς στιγμήν σκέφτεται να προσφέρει το γλυκό στον Νίκο, αλλά μετά συνειδητοποιεί τι θλιβερό θέαμα θα παρουσιάσει βγάζοντας όλα αυτά τα καλούδια από την τσάντα της και έτσι δεν λέει τίποτα.
Μετά γυρνούν στην δουλειά και η Άννα ψιθυρίζει στον Μπανάνα ότι είναι ευτυχισμένη. Ο Μπανάνας τρίβει το κεφάλι του στο χέρι της για να της δείξει ότι χαίρεται.

Το απόγευμα συναντά τον Νίκο στην έξοδο. «Καλό βράδυ Αννούλα.» της λέει και την ακουμπά φιλικά στον ώμο, καταδικάζοντας την να τον σκέφτεται για την υπόλοιπη νύχτα. Η αίσθηση του χεριού του στο γυμνό της δέρμα είναι απίστευτα ωραία και η Άννα παρασύρεται σε ονειροπολήσεις τόσο απολαυστικές που ξεχνά ακόμα και να βρίσει τον εαυτό της για αυτό το παραστράτημα.

Και ο Νίκος όμως, σκέφτεται την Άννα. Συνειδητοποιεί ότι έχει πολύ καιρό να γνωρίσει μια τόσο γλυκιά κοπέλα. «Η καλοσύνη της ακτινοβολεί τόσο που καλύπτει το άχαρο σώμα της.» σκέφτεται και προχωρά στα ήσυχα δρομάκια.

Ξαφνικά ακούει μια κραυγή πονεμένου ζώου. Γυρνάει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά ψάχνοντας. Τελικά το βλέπει. Λίγο πιο κάτω στο στενό είναι ένας μεγαλόσωμος άνδρας που σέρνει ένα σκυλί από το λουρί του. Το σκυλί είναι ακόμα κουτάβι και δεν προχωρά όσα γρήγορα θέλει ο αφέντης του, οπότε εκείνος το βοηθάει με δυνατές κλοτσιές.

Ο Νίκος νιώθει εκείνο το φρικτό ,γνώριμο αίσθημα της οργής να τον γεμίζει. Ανοίγει το βήμα του και φτάνει τον άνδρα. «Γιατί ρε φίλε το κλωτσάς το ζώο;» Ο άνδρας γυρνά ξαφνιασμένος. «Και εσένα τι σε κόφτει;» «Το σκυλί είναι μικρό ακόμα. Υποφέρει, δεν το λυπάσαι;» «Δικό μου είναι ότι θέλω το κάνω. Άμα γουστάρω, το πνίγω κιόλας!» λέει και τραβάει βίαια το σκυλάκι από το λουρί. Ο Νίκος κοιτάει το σκυλί. Στα μάτια του ζώου δεν υπάρχει μίσος, μόνο φόβος και υποταγή. Κοιτάει το αφεντικό του υπομονετικά και περιμένει να περάσουν τα χειρότερα. Ο Νίκος νιώθει το κεφάλι του να παίρνει φωτιά. «Μην το χτυπάς, σου λέω!» φωνάζει και του κλείνει το δρόμο. «Φύγε ρε γελοίε που θα μου πεις κιόλας.» Ο Νίκος χάνει τον έλεγχο.

Η γροθιά του προσγειώνεται στο πρόσωπο του άνδρα και εκείνος έκπληκτος φτύνει ένα σπασμένο δόντι στο δρόμο. Ορμάει καταπάνω του. Πέφτουν στο τσιμέντο και χτυπιούνται ανελέητα. Ο Νίκος δεν νιώθει καν πόνο, μόνο μια αλλόκοτη χαρά. Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας είναι γεμάτος αίματα και δεν κουνιέται πια. Κοκαλώνει. Η χαρά εξαφανίζεται και την θέση της παίρνει ο τρόμος. Σκύβει προσεκτικά πάνω από τον άνδρα. «Αναπνέει. Σε ευχαριστώ Θεέ μου.» Σηκώνεται πάνω. Το σκυλί κλαψουρίζει κοντά στο αυτί του αφεντικού του. Δεν γνωρίζει την αγάπη, πιστεύει ότι έτσι είναι τα πράγματα. Δεν χαίρεται καν που είναι ελεύθερο. Ο Νίκος το παίρνει αγκαλιά και φεύγουν μαζί.

Δυο στενά παρακάτω καλεί ασθενοφόρο από ένα καρτοτηλέφωνο. Όταν φτάνει σπίτι του συστήνει τον Λευτέρη στον Βαγγέλη. Τα δυο σκυλιά μυρίζονται, γρυλίζουν απειλητικά και μετά το παίρνουν απόφαση. Το βράδυ θα κοιμηθούν κουλουριασμένα το ένα πλάι στο άλλο.

Ο Νίκος μπαίνει στο μπάνιο και βγάζει τα ρούχα του. Το βλέμμα του πέφτει στον καθρέφτη. Είναι καταματωμένος και το λευκό του δέρμα έχει ήδη αρχίσει να μαυρίζει σε πολλά σημεία. Ο Νίκος όμως είναι σοκαρισμένος, γιατί μέσα από τον καθρέφτη τον κοιτάζει ένα μικρό, κλαμένο αγόρι. Και αυτό είναι καλυμμένο από ξεραμένο αίμα

Λυκοφιλίες

Το επόμενο πρωί η Άννα πηγαίνει χαμογελαστή στην δουλειά. Το χαμόγελο της όμως ξεθωριάζει σιγά, σιγά καθώς δεν βλέπει πουθενά τον Νίκο. Η μόνη που εμφανίζεται είναι η Φιλιώ, που θέλει να της επιδείξει το καινούριο βραχιόλι που της χάρισε ο Μηνάς.

Την ακούει υπομονετικά να παινεύεται για ώρα. Τελικά δεν αντέχει και την ρωτάει. «Ε&ξέρεις αν είναι καλά ο Νίκος; Δεν τον έχω δει καθόλου σήμερα.» «Γιατί; Είχατε ραντεβού;» λέει η Φιλιώ και σκάει στα γέλια με την αδιανόητη σκέψη.

Η Άννα καταπίνει την μισοπροσβολή και συνεχίζει. «Όχι, αλλά επειδή συνήθως έρχεται να μου πει ένα γεια, έλεγα μήπως ξέρεις αν είναι άρρωστος ή κάτι τέτοιο. «Μπα, ώστε τα λέτε ε; Όχι δεν ξέρω τίποτα, αλλά μπορώ να μαντέψω.» «Τι εννοείς;» «Προφανώς το ξενύχτησε με κάποια μικρούλα και δεν μπορούσε να σηκωθεί το πρωί.» εκτοξεύει η Φιλιώ. «Ναι, μπορεί.» μουρμουρίζει η Άννα. «Τι μπορεί; Σίγουρα. Εδώ μου έχει πει ότι μερικές φορές πηγαίνει με διαφορετική γυναίκα κάθε βράδυ. Αχόρταγος είναι ο άτιμος! Χαχαχα»

Η Άννα εύχεται να εξαφανιστεί η Φιλιώ. Επιτέλους αρχίζει να διακρίνει την κακία που διαθέτει τόσο άφθονη η νεαρή κοπέλα. Δεν καταλαβαίνει την αιτία, αλλά νιώθει τα ακονισμένα της λογάκια πάνω της. Προφασίζεται ότι πρέπει να φύγει, αλλά εκείνη την ώρα εμφανίζεται ο πατέρας της Φιλιώς. «Άννα μήπως μπορείς σε παρακαλώ να περάσεις από την τράπεζα το πρωί και να κάνεις μια κατάθεση σε αυτόν τον λογαριασμό;» «Ευχαρίστως κύριε Κώστα.» «Σε ευχαριστώ παιδί μου. Ξέρω ότι δεν είναι δουλειά σου, αλλά ο Νίκος που θα έστελνα κανονικά είναι άρρωστος.» «Δεν πειράζει, δεν μου είναι καθόλου κόπος.»

Η Άννα βάζει τον φάκελο στην τσάντα της και πηγαίνει βιαστικά προς την έξοδο, αλλά η Φιλιώ την προλαβαίνει. «Τι θα΄λεγες να πίναμε ένα καφεδάκι στο σπίτι σου;» «Ε, είμαι λίγο κουρασμένη, έλεγα να κάνω ένα μπάνιο και να ξαπλώσω.» «Δεν θα κάτσω πολύ καλέ. Ίσα, ίσα να σε δω λιγάκι.» Η Άννα δεν καταφέρνει να αρνηθεί.

Φτάνουν στο σπίτι κατά τις 6. Ο Μπόμπας χοροπηδάει χαρωπά και η Φιλιώ τον χαϊδεύει. Η Άννα φτιάχνει καφέ και η Φιλιώ ανοίγει συζήτηση που όπως πάντα περιστρέφεται γύρω από αυτήν. Της περιγράφει πόσο διασκεδάζουν με τον Μηνά όταν λείπει η σκύλα η γυναίκα του. Μερικές από τις λεπτομέρειες είναι τόσο τολμηρές που κάνουν την Άννα να κοκκινίζει μέχρι τα αυτιά.

«Λοιπόν, για πες μου και εσύ τα δικά σου!» λέει η Φιλιώ κάποια στιγμή που θυμάται την Άννα. «Τίποτα, ησυχία.» «Έλα, τώρα, για τα ερωτικά σου λέω.» «Τίποτα, αλήθεια.» «Καλά, τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Στο παρελθόν όμως; Για πες μου, ποιος ήταν ο καλύτερος εραστής που είχες ποτέ;» Η Άννα πνίγεται με το κουλουράκι που μασάει. «Ε, δεν μπορώ να συζητάω για τέτοια πράγματα. Ντρέπομαι.» «Έλα, ρε, γυναίκες είμαστε. Σε όλες μας αρέσουν αυτές οι συζητήσεις.» «Όχι σε εμένα.» λέει κοφτά η Άννα. «Δεν σε πιστεύω! Εκτός&Μην μου πεις!» τα μάτια της Φιλιώς αστράφτουν και η Άννα αρχίζει να νιώθει ότι τα ρούχα της την στενεύουν, πράγμα πολύ παράξενο, γιατί είναι πολύ φαρδιά.

«Είσαι παρθένα!» «Ε, όχι.» λέει η Άννα σχεδόν ψιθυριστά. «Μην μου λες ψέματα, είσαι!» συνεχίζει να την κατηγορεί η Φιλιώ. Η Άννα δεν μιλάει και κοιτάει αφηρημένα τον Μπόμπα που κοιμάται στα πόδια της. «Εντάξει, δεν είναι και παράλογο.» πετάει σχεδόν χαμηλόφωνα η Φιλιώ. «Δεν έτυχε, απλά.» απολογείται η Άννα, νιώθοντας όλο και πιο δυστυχισμένη. «Κάποιον θα βρεις, είμαι σίγουρη.» «Δεν με απασχολεί και πολύ το θέμα.» «Ναι, καλά!» «Πιο πολύ με ενδιαφέρει να βρω κάποιον να αγαπήσω.» «Αν συνεχίσεις με αυτά τα μυαλά, σίγουρα θα παραμείνεις παρθένα για πάντα. Σου είπα, αυτά δεν ισχύουν στην εποχή μας. Κυρίως για κάποια σαν εσένα.» «Σαν εμένα;» «Εννοώ άβγαλτη, Άννα μου.» λέει η Φιλιώ και την αγκαλιάζει.

Η Άννα παραδίνεται στην ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής. Της αρέσει τόσο πολύ να την κρατούν αγκαλιά. Ξεχνάει τα πάντα και κρατάει μόνο την αίσθηση ότι κάποιος θέλει να την αγγίζει. «Κάτι θα κάνουμε. Έχω ένα σωρό φίλους που μπορώ να σου γνωρίσω.» «Ναι, σε ευχαριστώ.» λέει και γνέφει καταφατικά. Της έχει ήδη συγχωρήσει τα πάντα.

Λίγο μετά η Φιλιώ αποφασίζει να φύγει. Φιλάει την Άννα σταυρωτά στα μάγουλα. Όταν απομακρύνεται από το σπίτι, γελάει δυνατά. Η Άννα νιώθει ανακουφισμένη. Ίσως είναι καλύτερα τώρα που το ξέρει κάποιος. Μπορεί η Φιλιώ να την συμβουλέψει. Τι μεγάλη ευτυχία που είναι οι φίλοι. Πηγαίνει στην κουζίνα και ετοιμάζει μια σούπα στα γρήγορα. Κοιτάει το ρολόι της. Είναι 9.30.Όχι πολύ αργά για επισκέψεις, ελπίζει. Φιλάει το αριστερό αυτί του Μπόμπα και του λέει πως δεν θα αργήσει.

Μυρωδιές

Η Άννα χτυπάει την πόρτα του Νίκου. Δεν παίρνει καμία απάντηση, αλλά προσέχει ότι τα φώτα είναι αναμμένα. Περιμένει 5 λεπτά και ξαναχτυπά λίγο πιο επίμονα. Αρχίζει να ανησυχεί. Μήπως έπαθε κάτι; Μπορεί να ζαλίστηκε και να έπεσε, άρρωστος είναι. Μπορεί να λιποθύμησε ή να χτύπησε το κεφάλι του και να αιμορραγεί. Μπορεί να είναι σοβαρά χτυπημένος για ώρες. Μπορεί να πεθάνει κάποιος από αιμορραγία& «Νίκο, εγώ είμαι η Άννα. Είσαι καλά;» φωνάζει με αγωνία.

Η Άννα διακρίνει μια αργή κίνηση μέσα από την κουρτίνα. «Καλά είμαι Άννα. Δηλαδή όχι πολύ, μάλλον είναι κολλητικό αυτό που έχω, οπότε δεν είναι καλή ιδέα να μπεις. Γκουχ, γκουχ.» «Σου έχω φτιάξει σούπα. Δεν θα κολλήσω τίποτα, μην ανησυχείς, είμαι&χοντρόπετση!» «Άννα δεν είμαι η καλύτερη παρέα αυτή την στιγμή.» «Δεν θα κάτσω. Απλά άνοιξε μου να σου αφήσω το φαγητό και θα φύγω αμέσως, δεν θα σε ενοχλήσω άλλο.»

Ο Νίκος συγκινείται με την καλοσύνη της Άννας. Του θυμίζει την μητέρα του, που έδινε όλο της τον εαυτό για τους άλλους ανθρώπους. « Η κοπέλα σου μαγείρεψε, ήρθε μέχρι εδώ νυχτιάτικα και εσύ τι κάνεις; Την διώχνεις. Είσαι γαϊδούρι!» σκέφτεται. Τελικά ανοίγει την πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι.

Το ευχάριστο χαμόγελο της Άννας σπάει σε μια γκριμάτσα τρόμου. «Τι έπαθες;» «Έμπλεξα&λίγο. Για αυτό δεν ήθελα να με δεις έτσι. Τώρα όμως, μπορείς να έρθεις μέσα.» Μπαίνουν στο σαλόνι και κάθονται στον καναπέ. «Πονάει πολύ;» «Όχι μωρέ, δεν είναι τίποτα.» «Άσε με να στο καθαρίσω λίγο καλύτερα. Μπορεί να πάθεις καμία μόλυνση.» «Εντάξει.» παραδίνεται ο Νίκος και σηκώνεται να φέρει οινόπνευμα.

Ξαφνικά, δυο ξέφρενα κουτάβια μπουκάρουν με φόρα στο σαλόνι. Η Άννα τον κοιτά με απορία, αλλά είναι πολύ διακριτική για να ρωτήσει. Ο Νίκος είναι από την φύση του κλειστός, αλλά με την Άννα αισθάνεται πολύ άνετα. «Ο μικρός φταίει για το χάλι μου.» της λέει προσπαθώντας να αστειευτεί.

Η Άννα του καθαρίζει το πρόσωπο με απαλές κινήσεις και τον διακόπτει μόνο για να του ζητήσει συγνώμη, κάθε φορά που διακρίνει μια υποψία ενόχλησης στο πρόσωπο του. Ο Νίκος της αφηγείται την ιστορία, παραλείποντας όμως, να της πει ότι άφησε τον άνδρα σε άσχημη κατάσταση και χωρίς τις αισθήσεις του.

«Είσαι υπέροχη νοσοκόμα!» της λέει και της φιλά ιπποτικά το χέρι μόλις τελειώνει την δουλειά της. Η Άννα ασπρίζει και μετά κοκκινίζει σαν ντομάτα, αλλά ευτυχώς ο Λευτέρης και ο Βαγγέλης ρίχνουν κάτω ένα τραπεζάκι και έτσι εκείνος δεν προσέχει την χρωματική πανδαισία στο πρόσωπο της.

«Τι ήταν αυτό που έκανε; Τι απαλά χείλια που έχει&να πάρει, πρέπει να μυρίζει κρεμμύδι το χέρι μου από την σούπα! Τι φρίκη!» κοιτάει το παχουλό και μάλλον μυρωδάτο χέρι της με αηδία. «Οπότε, έτσι κατέληξα με 2 σκυλιά τελικά, αντί για ένα.» Ο Νίκος σταματάει να μιλά και την κοιτά. Εκείνη δεν λέει τίποτα και προσπαθεί να του χαμογελάσει. Σιχαίνεται την βία σε κάθε της μορφή και η αλήθεια είναι ότι η ιστορία του Νίκου την έχει τρομάξει λίγο.

«Ξέρω ότι ακούγεται απαίσιο όλο αυτό, αλλά δεν είχα σκοπό να τον χτυπήσω, να του μιλήσω ήθελα μόνο, για να σταματήσει να χτυπάει το σκυλί. Η κατάσταση όμως ξέφυγε από τον έλεγχο μου.» «Δεν ήμουν εκεί, αλλά καταλαβαίνω πως ένιωσες.» του λέει, αλλά παρόλα αυτά η εικόνα του Νίκου να χτυπάει κάποιον είναι πολύ άσχημη στο μυαλό της. Της φαίνεται πολύ αταίριαστο σε σχέση με την άποψη που έχει σχηματίσει για εκείνον. «Ίσως η Φιλιώ να έχει δίκιο τελικά. Μπορεί να μην είναι αυτός που φαίνεται.» Όλες αυτές οι σκέψεις είναι πολύ δυσάρεστες για την Άννα. Έχει την τάση να χτίζει είδωλα και πονάει όταν συνειδητοποιεί ότι αυτό την οδηγεί διαρκώς σε λάθη. Αλλάζει την συζήτηση. «Λοιπόν θα έχεις 2 σκυλιά τώρα; Διπλή κούραση, αλλά και διπλές χαρές!» του λέει και χαμογελά. «Ναι, και εγώ έτσι το φαντάζομαι.» «Λοιπόν είναι αργά, αρκετά σε κούρασα. Πρέπει να πηγαίνω.» λέει η Άννα και σηκώνεται.

Ο Νίκος την πάει ως την πόρτα. «Δεν με κούρασες καθόλου. Ίσα, ίσα που η παρουσία σου με γαλήνεψε, ήταν ότι χρειαζόμουν. Ο μόνος λόγος που σε αφήνω να φύγεις είναι γιατί ξέρω ότι ξυπνάς πρωί. Σε ευχαριστώ για όλα.» λέει, σκύβει και την φιλά στο μάγουλο. Η Άννα εκπλήσσεται τόσο που ξεχνά ακόμα και να τον καληνυχτίσει. Φεύγει με μικρά, γρήγορα βήματα για να σωριαστεί σε ένα κοντινό παγκάκι λίγα μέτρα πιο πέρα. «Δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα! Είπε πως δεν τον κούρασα και ότι δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω! Εμένα! Εντάξει δεν εννοούσε τίποτα αλλά&Είναι απίστευτος» μονολογεί δυνατά. Όταν συνέρχεται κάπως, πηγαίνει γρήγορα στο σπίτι και κάθεται μπροστά στην τηλεόραση με τον Μπόμπα στην αγκαλιά της. Στην οθόνη όμως εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο του Νίκου. Σε όλα τα σήριαλ που ουρλιάζουν στο γυαλί, είναι πάντα εκείνος που την κρατάει στην αγκαλιά του. Έχει ήδη ξεχάσει όλα τα δυσάρεστα που έμαθε απόψε.

Όταν κάποτε αποφασίζει να πέσει για ύπνο, δυσκολεύεται πολύ. Είναι παράξενο, της φαίνεται πως στο δωμάτιο υπάρχει η μυρωδιά του. Συνειδητοποιεί ότι της μυρίζει το aftershave του πάνω στην μπλούζα που φορούσε πριν. «Δεν είναι δυνατόν, μια στιγμή μόνο με άγγιξε. Με άγγιξε. Με φίλησε. Με φίλησε. Με φίλησε!» βάζει την μπλούζα πάνω στο πρόσωπο της και ουρλιάζει συγκρατημένα. Ο Μπόμπας την κοιτάει με περιέργεια. Τελικά κοιμάται κρατώντας σφιχτά την μπλούζα κάτω από την μύτη της. Δεν την νοιάζει καν αν είναι μόνο η φαντασία της. Κατά κάποιο τρόπο τον κρατά αγκαλιά και κανείς δεν μπορεί να της το στερήσει αυτό.

Πρώτο Ραντεβού

Η Άννα ξυπνά ταραγμένη. Έβλεπε ένα φοβερό όνειρο. Ήταν μόνη της με τον Νίκο σε κάποιο εξωτικό μέρος. Και ήταν ζευγάρι! Ο Νίκος την αγκάλιαζε και την φίλαγε όλη την ώρα. Κάποια στιγμή άρχισε να βγάζει τα ρούχα του και μετά τα δικά της. Ο ήλιος ζέσταινε το δέρμα της και ήταν τόσο ευτυχισμένη! Όταν ξεκούμπωσε το παντελόνι της ξύπνησε απότομα. Καλύτερα, σκέφτεται, πριν το όνειρο γίνει εφιάλτης.

Έχει μια εβδομάδα τώρα που δεν έχει δει τον Νίκο, αφού δεν έρχεται στην δουλειά. Δεν είχε τολμήσει να ξαναπάει σπίτι του, γιατί δεν ήθελε να γίνει ενοχλητική και δεν έχουν επικοινωνήσει καθόλου. Δεν της έχουν συνδέσει ακόμα το καταραμένο τηλέφωνο. Τον ονειρεύεται όμως κάθε βράδυ. Πότε βλέπει ότι είναι παντρεμένοι, πότε ότι έχουν 3 παιδιά, πότε ότι ταξιδεύουν στον κόσμο. Πάντα όμως είναι μαζί, ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι. Τα όνειρα είναι τόσο απολαυστικά που σχεδόν δεν την νοιάζει που δεν βλέπονται με τον Νίκο στην πραγματικότητα. Τα όνειρα της είναι πάντα ικανοποιητικά και μερικές φορές και οι φαντασιώσεις της που τα ακολουθούν είναι ακόμα καλύτερες.

Η Άννα βυθίζεται στα χαζά σήριαλ όλο και πιο πολύ, βάζοντας τον εαυτό της στην θέση της εκάστοτε ρομαντικής ηρωίδας. Όταν όμως κοιτάει τον καθρέφτη της, απογοητεύεται, γιατί οι ρομαντικές ηρωίδες είναι εξ ορισμού αδύνατες, αδύναμες και με μακριά μαλλιά.

Ευτυχώς ο Μπόμπας και η δουλειά της δεν της αφήνουν χρόνο για πολλές μελαγχολικές σκέψεις. Η ευχάριστη ρουτίνα του ζωολογικού κήπου και η καθημερινή επαφή με τα αγαθά πλάσματα του, την κρατάνε χαρούμενη.

Τελικά, ένα κακομούτσουνο, συννεφιασμένο πρωί ο Νίκος γυρνάει στην δουλειά. Στο πανέμορφο πρόσωπο του υπάρχουν ακόμα τα αχνά σημάδια του καυγά, αλλά εκείνη δεν τα βλέπει. Η παρουσία του, της φέρνει μια καλοδεχούμενη αναστάτωση. Τα χέρια της δουλεύουν, αλλά η σκέψη της παραμένει καρφωμένη πάνω του όλη την ημέρα. Όταν σχολάνε ο Νίκος την περιμένει στην πόρτα και φεύγουν παρέα. Η Φιλιώ τους κοιτάει με μισό μάτι.

«Τι κρίμα που το σπίτι μου είναι τόσο κοντά. Μου αρέσει τόσο πολύ να περπατάω μαζί του. Είναι τόσο ευγενικός που επιμένει να με συνοδεύει σπίτι!» σκέφτεται η Άννα νιώθοντας ευτυχισμένη. Ο Νίκος της χαμογελάει και η Άννα το αποφασίζει. «Λοιπόν, είναι καλύτερος και από το τιραμισού!» Μιλάνε για την δουλειά και την καινούρια ζέβρα που ήρθε στον κήπο. Ξαφνικά ο Νίκος μένει ακίνητος. «Άννα θέλω να σου πω κάτι.» «Ωχ! Πάει το Αννούλα; Μάλλον θα θέλει να του δώσω το τηλέφωνο της Φιλιώς. Καλά να πάθω. Τώρα θα μου βγουν ξινές όλες οι ηλίθιες σκέψεις μου. Εμ, τι νόμιζες; Δεν είναι για τα δόντια σου ζώον. Καλύτερα να περιοριστείς στα τιραμισού που δεν σου φέρνουν αντίσταση και δεν σε απογοητεύουν σχεδόν ποτέ.»

«Θέλεις να βγούμε απόψε;» «Τι λέει; Προφανώς εννοεί να βγάλουμε βόλτα τα σκυλιά μας.» σκέφτεται γρήγορα η Άννα. «Ναι βέβαια, θες να έρθω εγώ με τον Μπόμπα, ή θα περάσεις εσύ με τους δικούς σου;» «Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να πάμε για καφέ με τα σκυλιά. Αν και θα ήταν ένα πρωτότυπο πρώτο ραντεβού!» «Πρώτο τι; Πάει αυτό ήταν το έχασα τελείως και ακούω ότι θέλω. Ήμουν σίγουρη ότι η μοναξιά κάποια στιγμή βαράει στα νεύρα.» σκέφτεται η Άννα. «Εννοείς να βγούμε οι δυο μας για καφέ;» «Από ότι ξέρω έτσι συνηθίζεται στα ραντεβού. Εκτός και αν δεν θες.» «Θεέ μου το ξανάπε! Λες να μην έχω παραισθήσεις τελικά; Δεν μπορεί όμως. Δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Αυτός με εμένα; Μάλλον εννοεί φιλική συνάντηση. Αλλά γιατί είπε την λέξη ραντεβού; Δεν το πιστεύω, θα εμφανιστεί μαζί μου δημόσια; Δεν θα ντρέπεται; Αλλά, τι λέω; Όλοι θα νομίζουν ότι είμαι η χοντρή ξαδέρφη του που έβγαλε έξω από υποχρέωση. Μα τι θέλει; Δεν μπορεί να του&αρέσω; Αυτή η ιδέα είναι ανήκουστη, διεστραμμένη σχεδόν.»

Ο Νίκος κοιτάει την σιωπηλή κοπέλα και αρχίζει να αναρωτιέται μήπως έκανε γκάφα και εκείνη ψάχνει να βρει ευγενικό τρόπο να του πει όχι. Τελικά η σιωπή και η αγωνία του, γίνονται ασήκωτες. «Εμ&λοιπόν τι λες; Αν έχεις κάποια δουλειά δεν πειράζει.» Η Άννα ξυπνά από τον εσωτερικό της μονόλογο απότομα με την φωνή του Νίκου. «Τι κάνω η τρελή; Δεν του απαντάω; Γρήγορα πριν καταλάβει τι κάνει και αλλάξει γνώμη!» «Θέλω. Φυσικά και θέλω. Τι ώρα;» Ο Νίκος χαμογελάει και η καρδιά της Άννας κάνει ρόδες και κατακόρυφα στο στήθος της. «Κατά τις 9 είναι καλά να περάσω να σε πάρω;» «Τέλεια. Θα σε περιμένω.» «Ωραία θα τα πούμε το βραδάκι. Αντίο.» λέει και την φιλά στο μάγουλο παίρνοντας μαζί του την ανάσα της.

Η Άννα κρατάει την αναπνοή της μέχρι να μπει στο σπίτι της. Κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο τον Νίκο που απομακρύνεται. Μετά αρχίζει να ουρλιάζει και στήνει ένα τρελό χορό με τον Μπόμπα που μοιράζεται την χαρά της. «Δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει ακόμα και αν ξυπνήσω σε λίγο. Θα το απολαύσω αυτό. Δεν θα το ξαναζήσω ποτέ. Το ξέρω.» λέει στο χαρούμενο σκυλάκι. «Τι να βάλω; Δεν προλαβαίνω να αδυνατίσω μέχρι το βράδυ. Κάτι πρέπει να κάνω με τα μαλλιά μου. Θα πάω κομμωτήριο. Άραγε είναι ανοιχτά τα κομμωτήρια το απόγευμα; Θα φτιάξω και τα νύχια μου. Να πάρω και μια μάσκα για το πρόσωπο. Και ένα κολιέ. Ναι, χρειάζομαι ένα κολιέ. Είχα διαβάσει ότι τα κοσμήματα αποσπούν την προσοχή από τα παχάκια. Για να το λένε κάτι θα ξέρουν. Βέβαια για να αποσπάσει την προσοχή από τόσο όγκο πρέπει να φορέσω όλα τα κοσμήματα του μαγαζιού&αλλά δεν πειράζει. Τίποτα δεν πειράζει πια. Τίποτα δεν θα με ξαναπειράξει από εδώ και πέρα. Ακόμα και αν συνειδητοποιήσει τι κάνει και φύγει τρέχοντας, εγώ θα είμαι ευτυχισμένη. Δεν περίμενα ότι θα ζήσω τέτοια ευτυχία, ποτέ!

Τι να αποφύγετε στο πρώτο ραντεβού.

Η Άννα ετοιμάζεται για το πρώτο ραντεβού της ζωής της και δεν έχει ξανανιώσει ποτέ τόσο νευρική. Προσπαθεί να βαφτεί και τα σύνεργα του μακιγιάζ της πέφτουν διαρκώς από τα χέρια, προς μεγάλη χαρά του Μπόμπα που περνάει υπέροχα, κυνηγώντας τα κραγιόν που κυλάνε στο πάτωμα.

Ο Νίκος είναι επίσης αγχωμένος. Έχει πολύ καιρό να βγει ραντεβού και έχει ξεσυνηθίσει κάπως. Αναρωτιέται αν θα της αρέσει το μπαράκι που έχει διαλέξει. Μέχρι στιγμής οι συζητήσεις τους κυλούν αβίαστα, αλλά τα ραντεβού είναι ύπουλα πράγματα. Θα έχουν κοινά γούστα ή τελικά η Άννα θα αποδειχτεί ότι είναι μια από εκείνες τις φοβερές γκρινιάρες που ανακαλύπτουν μειονεκτήματα παντού;

Κάποια στιγμή είχε βγει με μια φαινομενικά γλυκιά κοπελίτσα, η οποία μουρμούραγε από την πρώτη στιγμή για την κακή αύρα του εστιατορίου, έβρισκε εκνευριστική την μουσική που ακουγόταν και ανάγκασε τον σερβιτόρο να τους εξηγήσει ένα, ένα όλα τα πιάτα του καταλόγου.

Όταν τελικά αποφάσισε , έψαξε εξονυχιστικά το πιάτο της μήπως και βρει κάποιο ίχνος κρεμμυδιού, παρά τις διαβεβαιώσεις του σερβιτόρου που σχεδόν της ορκίστηκε, ότι κανένα κρεμμύδι δεν κοίταξε καν το πιάτο της. Μετά εξήγησε στον Νίκο με συνωμοτικό ύφος , ότι το κρεμμύδι ενισχύει την επιθετικότητα στους ανθρώπους και για αυτό το απέφευγε. Ο Νίκος πέρασε όλο το βράδυ μετανιώνοντας για το λάθος που έκανε και φυσικά δεν την ξαναείδε ποτέ. Η Άννα φυσικά δεν φαίνεται τέτοιος τύπος, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει κάποιος μέσα του.

Ο Νίκος παίζει με τα σκυλιά, τα ταΐζει, τακτοποιεί κάπως το χάος που έχουν δημιουργήσει και μετά ετοιμάζεται. Στις 9 και τέταρτο ο Νίκος χτυπάει το κουδούνι της Άννας που μόλις είχε αρχίζει να απελπίζεται και να προετοιμάζει τον εαυτό της για το στήσιμο, την απόρριψη, τα κλάματα και τα αναπόφευκτα σοκολατάκια.

«Είσαι πολύ όμορφη.» Η Άννα δεν ξέρει πώς να αντιδράσει στο κομπλιμέντο. «Ευχαριστώ.» ψελλίζει τελικά, κοκκινίζοντας αστραπιαία. «Έχω στο μυαλό μου ένα μπαράκι, πολύ ήσυχο. Μπορούμε να πάμε εκεί και αν σου αρέσει καθόμαστε.» «Άκου αν μου αρέσει, και στη χωματερή να με πας βόλτα δεν με νοιάζει, αρκεί να είμαστε μαζί.» σκέφτεται η Άννα. «Ναι, ακούγεται ωραίο. Πάμε.»

Στο μυαλό της τριγυρίζουν όλες οι συμβουλές που διάβασε σε ένα εφηβικό περιοδικό που αγόρασε χθες. Της τράβηξε προσοχή στο περίπτερο που είχε πάει να πάρει σοκολάτες γιατί έγραφε με κίτρινα τεράστια γράμματα. «ΤΙ ΝΑ ΑΠΟΦΎΓΕΤΕ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ» Το διάβασε όλο το άρθρο, δύο φορές. «Δεν θα τον διακόπτω, θα είμαι ευχάριστη, δεν θα του πω τίποτα κακό για τους πρώην μου (Ποιους;), θα αποφύγω οποιαδήποτε αναφορά σε γάμους, παιδιά, οικογένεια. Καμία δυσάρεστη συζήτηση, κανένα πρόβλημα μου, δεν θα κοιτάζω άλλους (Μα τι λέω;) Δεν θα φάω τίποτα, ούτε τα φιστίκια! Εντάξει, τα θυμάμαι όλα. Ωχ, Θεέ μου, βόηθα με να μην γίνω ρεζίλι.»

Φτάνουν στο συμπαθητικό μπαράκι και παραγγέλνουν ποτά. Η Άννα συνήθως δεν πίνει, αλλά απόψε το χρειάζεται. Τελικά τρώει όλα τα φιστίκια και το συνειδητοποιεί μόνο όταν ο Νίκος πάει να πάρει ένα και κοιτάει το άδειο μπολ. Κλωτσάει το δεξί της πόδι με το αριστερό, μήπως και γίνει άνθρωπος επιτέλους.

Η συζήτηση τους είναι ωραία, μέχρι που ο Νίκος την ρωτάει για την οικογένεια της. Η Άννα δεν ξέρει πως παρασύρεται έτσι, αλλά του λέει πως τα παιδικά της χρόνια ήταν απαίσια. Δαγκώνεται, αλλά είναι ήδη αργά. Ο Νίκος σκύβει το κεφάλι του και μελετά προσεκτικά το τραπέζι τους. «Αυτό ήταν, την έκανα την γκάφα. Τώρα θα προσποιηθεί ότι θα πάει τουαλέτα και θα φύγει. Τι ηλίθια που είμαι. Και το έλεγε το περιοδικό.» «Θα σε πείραζε πολύ αν φεύγαμε;» της λέει αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. «Όχι, ότι θες.» Η Άννα αναρωτιέται τι ώρα κλείνει το ζαχαροπλαστείο. Η βλακεία που έκανε, σηκώνει τούρτα. Τα σοκολατάκια δεν θα τα καταφέρουν σε αυτή την ήττα.

Όταν βγαίνουν έξω στον δροσερό αέρα ο Νίκος της πιάνει το χέρι. Η Άννα δεν μπορεί να πάρει ανάσα. «Δεν μπορεί. Α, κατάλαβα το κάνει για να μου πει με μαλακό τρόπο ότι η παρέα μου είναι υπέροχη και ότι είμαι πολύ γλυκιά, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να με δει αλλιώς. Μετά θα μου πει ότι όμως, θέλει πολύ να μείνουμε φίλοι. Καλά ήταν και τόσο που κράτησε. Τόσο δικαιούμαι εγώ. Δεν πειράζει.»

«Ήθελα να περπατήσουμε λίγο, ξαφνικά ένιωσα να πνίγομαι εκεί μέσα.» «Ναι, είναι ωραία να περπατάς στην ησυχία.» «Ξέρω ένα όμορφο πάρκο. Θες να περπατήσουμε λίγο εκεί;» «Μάλιστα. Τώρα εξηγούνται όλα. Τελικά είναι ψυχοπαθής δολοφόνος και έχει σκοπό να με ξεκοιλιάσει στο σκοτάδι. Για αυτό μου ζήτησε να βγούμε. Είπα και εγώ.» σκέφτεται. Παρόλα αυτά δεν βρίσκει το θάρρος να του αρνηθεί, ούτε να αφήσει το χέρι του και να τρέξει.

Περπατούν ώρα στο σκοτάδι ενώ κρατιούνται πάντα χέρι, χέρι και τελικά κάθονται σε ένα παγκάκι. Ο Νίκος αναστενάζει ξαφνικά. «Νάτο, τώρα θα μου πει ότι είμαι πόρνη όπως όλες οι γυναίκες. Και χειρότερη από όλες η μάνα του. Μετά θα βγάλει το μαχαίρι. Πάει ο Μπόμπας μου, θα μείνει ορφανός. Μα τόσα έργα έχω δει, τίποτα δεν έμαθα; Πως έμπλεξα έτσι;» «Ούτε και εγώ είχα τα καλύτερα παιδικά χρόνια του κόσμου. Ας τα αφήσουμε όμως αυτά. Μου αρέσεις πολύ Αννούλα. Οι ειλικρινείς άνθρωποι σπανίζουν στις μέρες μας.» Η Άννα τον βλέπει να πλησιάζει το πρόσωπο του στο δικό της. Θα ορκιζόταν ότι συμβαίνει σε αργή κίνηση. Έχει παγώσει από τον τρόμο. Ο Νίκος την φιλάει. Το πρώτο της φιλί. «Μάλλον έρχεται η συντέλεια του κόσμου. Δεν με νοιάζει.» σκέφτεται μόλις καταφέρνει να ξαναβρεί την ικανότητα να κάνει λογικές σκέψεις.. Ο Νίκος της χαμογελάει και μένουν αρκετή ώρα σιωπηλοί.

Μετά η συζήτηση τους κυλάει και πάλι. Όλα όσα της λέει, της φαίνονται μαγικά. Από την μία δεν θέλει να τον αποχωριστεί ούτε στιγμή και από την άλλη ανυπομονεί να πάει σπίτι της. Χρειάζεται την μοναξιά και της σιωπή για να συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει. Πρέπει να μείνει μόνη για να πειστεί ότι δεν ονειρεύεται. Δεν ξέρει πώς να φερθεί, τι να κάνει με όλα αυτά τα φιλιά, τα κομπλιμέντα, το χέρι που της κρατάει τρυφερά το δικό της.

Τελικά ο Νίκος την πάει στο σπίτι της και το θαύμα ξανασυμβαίνει. Την φιλάει και πάλι. Αυτή τη φορά η Άννα το δέχεται σχεδόν απλά, χωρίς να μπήγει τα νύχια της στο πόδι της. Όταν μπαίνει στο σπίτι σηκώνει τον Μπόμπα στην αγκαλιά της και χορεύουν ένα σύντομο βαλς στην κουζίνα. Θέλει να πάρει τηλέφωνο την μοναδική της φίλη για να μοιραστεί την χαρά της, αλλά είναι ήδη 12.30. Ξαπλώνει στον καναπέ και ξαναφέρνει στο μυαλό της όλο το ραντεβού λεπτό προς λεπτό. Τελικά δεν θα καταφέρει να κοιμηθεί όλο το βράδυ.

Ο Νίκος είναι και αυτός ευτυχισμένος. Έχει την σπάνια για αυτόν αίσθηση, ότι όλα είναι καλά στην ζωή του. Μπορεί η Άννα να είναι αυτή που ψάχνει. Εκείνη που θα τα κάνει όλα εντάξει.

Το ξημέρωμα βρίσκει την Άννα στον καναπέ να βλέπει telemarketing με προϊόντα που δεν την ενδιαφέρουν, ενώ δίπλα της υπάρχει ένα μικρό κουτί σοκολατάκια που δεν έχει καταφέρει να φάει, αφού το στομάχι της είναι ακόμα δεμένο κόμπος. Τελικά κάνει ένα ντους για να ξεπλύνει την αϋπνία και φτιάχνει ένα καφέ. Μετά ξυπνάει τον Μπόμπα που κοιμάται με την μουσούδα κάτω από τα ποδαράκια του και τελικά τον παρασέρνει σε ένα μισοκοιμισμένο περίπατο. .

Ο Νίκος ξυπνάει από τα σκυλιά που τσακώνονται για το ποιο θα πρωτοφάει την παντόφλα του. Τα βγάζει μια σύντομη βόλτα, ενώ προσπαθεί να ξυπνήσει κανονικά. Στο στόμα του υπάρχει μια ευχάριστη γεύση ευτυχίας και τα χέρια του μυρίζουν βανίλια και κανέλα, το άρωμα της Άννας. Χαζεύει αφηρημένα τα σκυλιά που τρέχουν και κάνει σχέδια για το βράδυ. Ανυπομονεί να την ξαναδεί.

Η Άννα πάει στον ζωολογικό κήπο και πρώτα από όλα τρέχει στην πισίνα για να χαϊδέψει τον Μπανάνα και να του αφηγηθεί τα συναρπαστικά της νέα. Το δελφίνι εκτελεί μια καινούρια ανάποδη τούμπα, που η Άννα παίρνει ως σημάδι ότι δίνει την έγκριση του. Λίγο μετά έρχεται και ο Νίκος. Μιλάνε για μερικά λεπτά και της σφίγγει το χέρι καθώς φεύγει για να κάνει τις δουλειές του. Θέλουν να είναι διακριτικοί, αλλά αποφασίζουν να φάνε μαζί στο μεσημεριανό τους διάλειμμα.

Δυο ώρες μετά, η Άννα βουρτσίζει το πόνι, που δείχνει να το απολαμβάνει. «Τι έχεις εσύ και χαμογελάς στην βούρτσα;» Η Άννα αναπηδά τρομαγμένη. «Αχ, με τρόμαξες βρε Φιλιώ! Τι κάνεις;» «Μια χαρά, εσύ;» «Υπέροχα!» «Υπέροχα; Ωραία, πες μου τα όλα!» λέει και στρώνεται σε μια καρέκλα, αφού πρώτα την τραβάει σε απόσταση ασφαλείας από το πόνι που είναι γνωστό για την κυκλοθυμία και τις δυνατές κλοτσιές του.

Η ευτυχία της Άννας δεν κρύβεται. Της τα λέει όλα με εκείνο τον εφηβικό τρόπο περιγραφής που είναι τρομερά λεπτομερειακός, με πολλά επίθετα, συναισθήματα και ασταθή συμπεράσματα. Η Φιλιώ την κοιτάει με προσήλωση που η Άννα απολαμβάνει για πρώτη φορά. Στην πραγματικότητα όμως, το μόνο που ακούει είναι τα λόγια απόρριψης που είπε σε εκείνη ο Νίκος. Την προσοχή της τραβά ξαφνικά η λέξη «φίλησε». «Τι λέει το βόδι; Δεν είναι δυνατόν.» σκέφτεται. «Φιλάει υπέροχα.» συνεχίζει η Άννα με βλέμμα γεμάτο αναμνήσεις που θυμώνει ακόμα περισσότερο την Φιλιώ. Δεν μπορεί να το πιστέψει. Το στόμα της γεμίζει πικρά σάλια που θέλει να φτύσει πάνω στα χοντρά χείλια που φίλησε εκείνος. «Δεν αντέχω άλλο, θα το βουλώσει επιτέλους;» Τελικά η βασανιστική περιγραφή παίρνει τέλος, αλλά το χαμόγελο μοιάζει να έχει γίνει ένα με το πρόσωπο της Άννας.

«Μπράβο Άννα μου. Μπράβο! Ελπίζω να πάει καλά. Αν και…» Τελικά το χαμόγελο εξαφανίζεται. «Αν και τι ;» ρωτάει, αλλά το μετανιώνει την ίδια στιγμή. Δεν θέλει να ακούσει. «Ε, ξέρεις πάντα στην αρχή, όλα καλά είναι. Όσο μένεις στα φιλιά και διαρκεί ο πρώτος ενθουσιασμός…» Η Άννα πάει να πει κάτι, αλλά η Φιλιώ συνεχίζει με φόρα. «Είμαι σίγουρη ότι ο Νίκος είναι πολύ ευγενική και ρομαντική ψυχή, αλλά ξέρεις τώρα. Οι άνδρες δεν μένουν μόνο σε αυτά. Είναι και πολύ έμπειρος βλέπεις…»

Η Άννα τώρα κατσουφιάζει. «Έχει δίκιο η Φιλιώ. Τι ανόητη που είμαι. Εγώ σκεφτόμουν ότι το μόνο πρόβλημα ήταν να αρχίσει η σχέση μας, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό ότι για εκείνον τα πράγματα είναι αλλιώς.» «Άσε που του αρέσουν τα πικάντικα πράγματα στο sex από ότι θυμάμαι. Χιχιχιχι, πολύ απαιτητικός ο άτιμος! Λοιπόν, πρέπει να φύγω Άννα. Χάρηκα πολύ για εσένα.» λέει η Φιλιώ και φεύγει νικήτρια. Η Άννα στέκεται σαν χαμένη με την βούρτσα στο χέρι και το πόνι την κοιτάει με απορία.

«Όχι που θα σε αφήσω να το ευχαριστηθείς κιόλας! Αμ, και αυτός τι ανώμαλος! Να μπορεί να έχει εμένα την θεά και να τα φτιάξει με τον ιπποπόταμο; Έννοια σου και θα σε κανονίσω και εσένα τερατόφιλε.» Φεύγοντας η Φιλιώ διασταυρώνεται με τον Νίκο και του χαρίζει ένα από τα πιο αστραφτερά της χαμόγελα. Γνωρίζει καλά ότι για να καταστρέψεις κάτι, πρέπει πρώτα να φτάσεις αρκετά κοντά του.

Ο Νίκος ανταποδίδει το χαμόγελο στην καλύτερη φίλη της κοπέλας του. «Η κοπέλα του! Τι ωραία που ακούγεται αυτό. Είναι τόσο καλή και έξυπνη. Αυτή την φορά θα είναι όλα απλά και όμορφα.» σκέφτεται. Η Άννα βλέπει τον Νίκο να μπαίνει στο στάβλο και σχεδόν ξεχνάει την προηγούμενη πίκρα της. Σχεδόν. «Πως γίνεται το ίδιο πράγμα που σε κάνει τόσο ευτυχισμένη, ταυτόχρονα να σε γεμίζει τόσο τρόμο;» αναρωτιέται.

Δάκρυα

Αρκετές ώρες μετά ο Νίκος βρίσκεται και πάλι έξω από την πόρτα της Άννας, αυτή την φορά στην ώρα του. «Έχω σκεφτεί ένα όμορφο, ρομαντικό μέρος για απόψε.» της λέει. Η Άννα καταπίνει την τσίχλα της από την τρομάρα. «Αν ρομαντικό μέρος εννοεί ξενοδοχείο θα βάλω τα κλάματα. Πως θα του αρνηθώ;» Όσο και αν δεν το ήθελε έχει επηρεαστεί από την πρωινή της κουβέντα με την Φιλιώ. Ο Νίκος την αγκαλιάζει και προχωρούν, ενώ η Άννα προσπαθεί να βρει μια πιστευτή δικαιολογία.

Τελικά όμως σταματούν έξω από ένα εστιατόριο. Η Άννα αναστενάζει ανακουφισμένη. Ο Νίκος το προσέχει αμέσως. «Τι είναι Αννούλα μου; Μήπως δεν σου αρέσει το μέρος;» «Κοίτα να δεις που ακόμα και το Αννούλα μπορεί να βελτιωθεί! Αννούλα μου! Απίστευτο.» σκέφτεται, ενώ του απαντά ότι το μέρος είναι υπέροχο.

Το φαγητό είναι πάρα πολύ καλό, αλλά η Άννα τρώει συγκρατημένα, γιατί ντρέπεται τον Νίκο. Συζητούν ασταμάτητα, διαπιστώνοντας όλο και πιο πολύ πόσο ταιριάζουν. Ξαφνικά ακούγεται ένα τσαφ και μια λάμψη τους τυφλώνει. Ο φωτογράφος τους χαμογελά και προχωράει στο διπλανό τραπέζι. Η Άννα θυμώνει τόσο που χάνει την όρεξη της για φαγητό.

Εννοείται ότι μισεί τις φωτογραφίες περισσότερο και από τους καθρέφτες. Και τώρα αυτός ο αλήτης την έβγαλε φωτογραφία μαζί με τον Νίκο. Προς στιγμήν σκέφτεται να τον περιλούσει με το κοκκινιστό της, αλλά έχει ήδη απομακρυνθεί ο άτιμος ψάχνοντας για νέα θύματα. Ξέρει όμως ότι θα επιστρέψει σε λίγο για να τους πουλήσει το δήθεν έργο του. «Αυτό μας έλειπε. Λες και δεν είναι αρκετά ξεκάθαρη η αντίθεση, πρέπει να το έχουμε και σε χαρτί ως πειστήριο! Μακάρι να εξαφανιστεί. Άνθρωποι εξαφανίζονται όλη την ώρα, αυτός πρέπει να γλιτώσει;» Μετά βέβαια την πιάνουν οι τύψεις και θυμάται την γιαγιά της που έλεγε ότι οι κατάρες τριγυρίζουν όλη μέρα και το βράδυ επιστρέφουν σε αυτόν που τις έστειλε. «Καλά, να μην πάθει τίποτα αυτός. Έστω να του καιγόταν το φιλμ…» Φυσικά ο φωτογράφος επιστρέφει συμπαγής και ευδιάκριτος όπως η φωτογραφία που τους κουνάει χαρωπά μπροστά τους. «Ας τον διώξει, ας του πει ότι δεν θέλουμε, μακάρι να έχει κάποιο παράξενο κόλλημα με τους φωτογράφους και να τον βρίσει! Φύγε γαμώτο, φύγε!»

«Θα πάρουμε αυτές τις δυο, ευχαριστώ πολύ.» Λέει ο Νίκος ενθουσιασμένος. Η Άννα είναι σίγουρος ότι ο ελεεινός φωτογράφος τους κοιτάει κοροϊδευτικά. «Λογικό είναι. Κοίταξε μας. Ο Νίκος είναι σαν μοντέλο και εγώ σαν ντολμάς. Τι ντροπή!» «Κοίτα γλυκιά μου. Η πρώτη μας φωτογραφία.» «Μμμ.» είναι το θετικότερο σχόλιο που έρχεται στο μυαλό της Άννας. «Τι; Γιατί κατσούφιασες;» «Όχι, μια χαρά είμαι.»

«Άννα, το πρόσωπο σου είναι εντελώς διάφανο. Φαίνεται ότι κάτι σε πείραξε. Γιατί διστάζεις; Μπορείς να μου πεις τα πάντα καλό μου.» λέει και την κοιτά στα μάτια. Η Άννα δεν το πιστεύει πραγματικά , αλλά νιώθει τόσο όμορφα με τα λόγια του. «Δεν μου αρέσουν οι φωτογραφίες απλά.» «Μα γιατί; Κοίτα πόσο γλυκιά έχεις βγει.» «Άσε τώρα, δεν χρειάζεται να με παρηγορήσεις. Ξέρω πως είμαι.» Η Άννα ξέρει ότι η συζήτηση έχει πάρει πολύ στραβό δρόμο, αλλά δεν μπορεί να συγκρατηθεί ή έστω να προσποιηθεί. «Αυτό ήταν και θα είναι για πάντα το μεγαλύτερο ελάττωμα μου. Δεν ξέρω πώς να σταματήσω. Αν μπορούσα να συγκρατηθώ, όλα θα ήταν καλύτερα. Δεν θα έτρωγα ασταμάτητα και δεν θα είχα φτάσει σε αυτά τα χάλια. Αν κατάφερνα να ελέγχω τα συναισθήματα μου δεν θα πονούσα τόσο κάθε φορά που κάποιος δεν…ανταποκρινόταν.»

Η Άννα πραγματικά δεν ελέγχει τον εαυτό της. Έτσι και τώρα δεν μπορεί να σταματήσεις τις δυσάρεστες σκέψεις που αρχίζουν να κυλάνε στα μάγουλα της. Η Άννα αισθάνεται φρικτά. Ο Νίκος την κοιτά έκπληκτος και είναι σίγουρη ότι τώρα θα δει επιτέλους το λάθος του και θα παρατήσει την χοντρή, υστερική που κλαίει μπροστά στον κόσμο.

Ο Νίκος δεν ξέρει ακριβώς τι συμβαίνει στην Άννα, αλλά νιώθει ότι η κοπέλα πονάει λόγο παλιών τραυμάτων. Μπορεί να ταυτιστεί με αυτό, γιατί γνωρίζει πως κάποια πράγματα σε σημαδεύουν για πάντα. Η Άννα κοιτά γύρω της απελπισμένη, πεπεισμένη ότι όλοι γελάνε μαζί της. Ξαφνικά ο Νίκος καταλαβαίνει τι βασανίζει την Άννα. Θυμάται καλά πως είναι να τρέμεις τα μάτια των άλλων ανθρώπων και να πιστεύεις πραγματικά ότι η ντροπή μπορεί να σε σκοτώσει.

«Άννα είσαι πανέμορφη. Δεν έχω γνωρίσει πιο γλυκό πλάσμα από εσένα. Δεν ξέρω τι πιστεύεις εσύ για την εμφάνιση σου και δεν δίνω δεκάρα για την γνώμη του περίγυρου. Για εμένα το πρόσωπο, το σώμα σου και η ψυχή σου είναι ιδανικά. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» Το σοκ της τελευταίας φράσης είναι τόσο δυνατό που στεγνώνει αμέσως τα δάκρυα της Άννας και προκαλεί αίσθηση στα διπλανά τραπέζια, γιατί ο Νίκος το είπε αρκετά δυνατά.

«Είναι η πρώτη φορά που μου το λέει κάποιος αυτό.» «Μόνο ένας τυφλός δεν μπορεί να δει τι εξαιρετική γυναίκα είσαι. Νιώθω τυχερός, της λέει χαϊδεύοντας το χέρι της. «Εγώ νιώθω ευτυχισμένη.» είναι το μόνο που λέει η Άννα που είναι ακόμα έκπληκτη. Προσπαθεί να προσαρμοστεί στα απίστευτα πράγματα που ακούει απόψε και να καταλάβει, γιατί το αιώνιο βάρος της πέτρας που κατοικεί στο στήθος της, μοιάζει λίγο μικρότερο.

Το καλύτερο θρίλερ όλων των εποχών

Την ίδια ώρα που η Άννα και ο Νίκος έρχονται πιο κοντά, η Φιλιώ βράζει από τον θυμό της. Η άγνωστη αίσθηση της ήττας την ενοχλεί τόσο που ούτε το πανάκριβο εστιατόριο που την πάει ο Μηνάς δεν καταφέρνει να της φτιάξει το κέφι..

Είναι αφηρημένη σε όλη την διάρκεια του ραντεβού και όταν τελικά καταλήγουν όπως πάντα στο αγαπημένο τους ξενοδοχείο, η διάθεση της χαλάει ακόμα περισσότερο. Δεν μπορεί να αρνηθεί όμως στον Μηνά το δικό του μέρος της ανεπαίσθητης συμφωνίας τους. Ο Μηνάς αρχίζει να γδύνεται και η Φιλιώ κάνει αυτόματα την σύγκριση με το σφιχτό σώμα του Νίκου. Αισθάνεται μια δυνατή επιθυμία να τον σπρώξει και να φύγει τρέχοντας από το κιτς δωμάτιο. Φυσικά το μόνο που κάνει τελικά είναι να κλείσει σφιχτά τα μάτια της και να σκέφτεται όλο και πιο έντονα τον Νίκο.

Πάνω όμως που αρχίζει να απολαμβάνει κάπως το ανιαρό sex του Μηνά, μέσα στην φαντασίωση της ξεπηδά το χοντρό, χαρωπό πρόσωπο της Άννας. Γλιστράει σαν φώκια ανάμεσα τους και φυσικά ο τεράστιος όγκος της εκτοπίζει την Φιλιώ από το κρεβάτι. Ο Νίκος την κοιτάει με οίκτο και η Άννα βγάζει την μπλούζα της. Η Φιλιώ ανοίγει τα μάτια της για να γλιτώσει. Έτσι όμως έρχεται αντιμέτωπη με την ιδρωμένη αξύριστη πραγματικότητα και αηδιάζει ακαριαία. «Θα μου το πληρώσουν αυτό.» επαναλαμβάνει σιωπηλά. Τα όμορφα μάτια της είναι γεμάτα μίσος, αλλά ευτυχώς ο Μηνάς δεν το προσέχει. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Σπάνια την κοιτάει στα μάτια.

Η Άννα μπαίνει στο σπίτι της ζαλισμένη ακόμα από τα έντονα συναισθήματα και τα παρατεταμένα φιλιά του Νίκου. Παίρνει αγκαλιά τον Μπόμπα και αφού του αφηγείται πως πέρασε το βράδυ της τους παίρνει ο ύπνος ταυτόχρονα.

Το άλλο πρωί η Άννα χαϊδεύει τον Μπανάνα, όταν εμφανίζεται η Φιλιώ. «Καλημέρα Άννα. Τι κάνεις;» «Ωραία, ωραία!» απαντά χαρούμενη και ανυποψίαστη η Άννα. «Λοιπόν για πες. Έγινε το μοιραίο;» Η Άννα κοκκινίζει. «Βρε Φιλιώ, τι είναι αυτά που με ρωτάς πρωί, πρωί;» λέει ντροπιασμένη. «Αν δεν ρωτήσω εγώ ποιος θα ρωτήσει χαζούλα; Τι σόι φιλενάδες είμαστε;» «Δίκιο έχεις, αλλά να…ξέρεις δεν αισθάνομαι πολύ άνετα να μιλάω για αυτά τα πράγματα.» «Άμα δεν μπορείς ούτε να το συζητήσεις, να δω πως θα το κάνεις ρε Άννα!» Η Άννα κατσουφιάζει καθώς ακούει την φοβερή αλήθεια. «Είδες; Για αυτό το λέω. Πρέπει να τα συζητάμε για να συνηθίσεις. Πόσα ραντεβού έχετε βγει;» «Δύο.» «Καλά και δεν στο έχει ζητήσει ακόμα; Εμείς το κάναμε αμέσως! Μην απελπίζεσαι, σύντομα θα το θίξει το θέμα. Ο Νίκος δεν είναι από τους άνδρες που μπορούν να περιμένουν.»

Μόλις η Φιλιώ φεύγει η Άννα μελαγχολεί. Θα ήθελε τα πράγματα να είναι πιο απλά, όπως στην τηλεόραση που όλα κυλούν αβίαστα και ρομαντικά. Εκεί βέβαια δεν υπάρχουν χοντρές παρθένες που να πρωταγωνιστούν σε ερωτικά πάθη. Και αν υπάρξει κάποια ελαφρώς υπέρβαρη, πρώτα πρέπει να την σουλουπώσουν γελώντας οι φίλες της, με εκείνη να διαμαρτύρεται έντονα, αλλά κατά βάθος να θέλει, να ιδρώσει για μερικά επεισόδια στα γυμναστήρια και να εξαφανιστεί για κάποιο καιρό από τα μάτια του κόσμου μέχρι να γίνει άψογη. Τότε παρουσιάζεται σαν πραγματική θεά μπροστά στον άναυδο νεαρό που πέφτει συγκλονισμένος στα πόδια της και της κάνει πρόταση γάμου. Κανείς δεν ζευγαρώνει όμορφους με άσχημους, γιατί δεν πρέπει να χαλάει η πιάτσα και η υψηλή αισθητική των τηλεθεατών.

Το μεσημέρι που τρώνε με τον Νίκο συζητάνε για το ασφαλές θέμα των ταινιών και της λέει ότι λατρεύει τα θρίλερ. Η Άννα τα σιχαίνεται, αλλά φυσικά δεν της περνά καν από το μυαλό να του πει ότι δεν εγκρίνει κάτι που έχει σχέση με αυτόν. Απλά του λέει ότι δεν έχει δει πολλά, γιατί στο videoclub πελαγώνει με την ποικιλία των ταινιών και σχεδόν πάντα φεύγει με κάποια ρομαντική κωμωδία που συνήθως αποδεικνύεται γλυκανάλατη γελοιότητα. «Α, αυτό πρέπει να το φτιάξουμε Αννούλα. Εγώ έχω δει πάρα πολλές ταινίες. Θα ξαναδούμε μαζί τις καλύτερες.» Η λέξη μαζί ζεσταίνει την καρδιά της Άννας που ονειρεύεται να πάει επιτέλους σινεμά με κάποιον άλλο και να μην χρειάζεται να αντιμετωπίζει πια τα βλέμματα λύπησης όλων των άλλων ζευγαριών ή τις επικίνδυνες ματιές των ανδρών που βλέπουν μόνοι τους την ταινία και είναι εξ ορισμού ανώμαλοι που ψάχνουν ευκαιρία να επιτεθούν στις μοναχικές υπάρξεις, όπως την είχε προειδοποιήσει πολλάκις ο πατέρας της. Η χαρά της όμως συρρικνώνεται επικίνδυνα όταν ακούει τον Νίκο να κανονίζει το επόμενο ραντεβού τους.

«Λοιπόν τέλεια, κανονίστηκε. Θα έρθεις το βράδυ σπίτι και θα δούμε μαζί το καλύτερο θρίλερ όλων των εποχών. Λέγεται «The ring» και είναι γιαπωνέζικο!» λέει περιχαρής ο άντρας και η Άννα συμφωνεί μαζί του, αφού αυτή είναι η μόνη της επιλογή. «Τώρα μάλιστα. Πάλι είχε δίκιο η Φιλιώ. Τι ταινία και βλακείες; Ξεμονάχιασμα είναι… πάντα έτσι γίνεται. Να το κάνουμε θέλει. Ωχ, τι θα κάνω τώρα; Μήπως να τον πάρω το απόγευμα να του πω ότι αρρώστησα ξαφνικά; Μπα, δεν θα το πιστέψει. Πρέπει να βρω την Φιλιώ να με συμβουλέψει.» σκέφτεται και ηρεμεί κάπως με την σκέψη της έμπειρης φίλης της.

Τρόμος

Όταν το τηλέφωνο χτυπάει και η Φιλιώ ακούει την φωνή της Άννας, καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται και ενθουσιάζεται. Έτσι είναι αυτά. Τα προσεκτικά δουλεμένα σχέδια δεν αποτυχαίνουν ποτέ. Η Άννα της αφηγείται με συντομία το πρόβλημα της και η Φιλιώ κρατιέται να μην γελάσει. «Φυσικά και έχεις δίκιο Άννα μου. Βέβαια και θέλει sex, το ρωτάς; Άντε τυχερούλα, ετοιμάσου για γλέντια! Μπορεί βέβαια να σου ζητήσει λίγο παράξενα κόλπα και παιχνιδάκια, αλλά μην ανησυχείς, θα τα συνηθίσεις.» Η Άννα αισθάνεται μια ζαλάδα καθώς ακούει την Φιλιώ, γιατί θυμάται μια ταινία που είδε κατά λάθος ένα βράδυ στην τηλεόραση. Λεγόταν «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα.» και η Άννα σοκαρίστηκε φοβερά με αυτά που οι πρωταγωνιστές αποκαλούσαν παιχνιδάκια. Ελπίζει ο Νίκος να μην έχει τέτοια βίτσια, αλλά ντρέπεται να ρωτήσει ευθέως την Φιλιώ.

«Φιλιώ δεν θέλω, δηλαδή δεν μπορώ. Δεν αισθάνομαι έτοιμη να…το κάνω. Πως θα του πω όχι;» «Είσαι ηλίθια; Γιατί να του πεις όχι; Θα βρει άλλη στο υπογράφω. Ο Νίκος είναι πολύ θερμός άντρας, δεν μπορεί να μείνει ανικανοποίητος.» «Τουλάχιστον να το αναβάλω κάπως μέχρι να τον γνωρίσω καλύτερα. Βρες μου μια δικαιολογία, σε παρακαλώ.» «Εντάξει. Θα το φας όμως το κεφάλι σου, εγώ σε προειδοποίησα. Λοιπόν, θα του πεις ότι…έχεις περίοδο.» «Περίοδο! Φυσικά, πως δεν το σκέφτηκα; Είσαι τόσο έξυπνη, σε ευχαριστώ. Αυτό θα του πω.» «Πάντως να ξέρεις ότι κάνεις λάθος. Ο Νίκος δεν είναι συνηθισμένος στα όχι.» «Καλά θα δούμε. Σε ευχαριστώ για την συμβουλή σου Φιλιώ.» «Έλα βρε, για αυτό είναι οι φίλες.»

Η Άννα κλείνει το τηλέφωνο, αλλά εξακολουθεί να ανησυχεί. «Και αν αυτός επιμείνει; Αν του πω να σταματήσει και δεν το κάνει; Τόσα γίνονται…» Η Άννα φυσικά έχει δει «Τόσα να γίνονται.» στα εξωφρενικά σίριαλ που παρακολουθεί μετά μανίας τόσα χρόνια. Εκεί υπάρχει τουλάχιστον ένας βιασμός, άδικος θάνατος ή ξαφνική τύφλωση την εβδομάδα. Βέβαια όλα αυτά δεν αφήνουν κανένα ψυχολογικό τραύμα στους ήρωες που συνεχίζουν απτόητοι τις ίντριγκες, εκτός από τους άτυχους που γίνονται αυτόματα παρανοϊκοί και συνεχίζουν τον κύκλο της βίας. Τόσα χρόνια κλεισμένη στο σπίτι, η Άννα έχει αφομοιώσει όλα τα μηνύματα που περνάει η τηλεόραση, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί.

Δεν προσπαθεί να δει την κατάσταση λογικά, αλλά αγνοεί τον φόβο της και απασχολεί το μυαλό της με άλλα πράγματα. Έτσι το άγχος της θεριεύει ευχαριστημένο. Όταν τελικά έρχεται η ώρα του ραντεβού η Άννα δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Παρόλα αυτά, πηγαίνει στο σπίτι του Νίκου, χαμογελαστή όπως πάντα. Ο Νίκος την υποδέχεται στην πόρτα.

«Καλώς την.» λέει και την φιλάει. Μόλις η Άννα μπαίνει μέσα ο Νίκος κλειδώνει την πόρτα. Η Άννα το βλέπει και τρομοκρατείται. «Νάτο, νάτο. Εμ, βέβαια. Πότε ήμουν εγώ τυχερή στην ζωή μου; Τελικά είναι βιαστής. Αχ τι θα κάνω; Δεν χωράω να βγω και από το παράθυρο!»

Η Άννα σωριάζεται στον καναπέ ανήσυχη και κοιτάει γύρω της μήπως και βρει κάτι βαρύ για προστασία. Ο Νίκος κάθεται δίπλα της και της προσφέρει κόκκινο κρασί, αλλά η Άννα αρνείται. Θέλει να έχει το μυαλό της καθαρό και να είναι σε εγρήγορση. Μετά εμφανίζονται τα σκυλιά και αρχίζουν να τρέχουν γύρω τους ξετρελαμένα. Η Άννα ξεχνιέται και χαλαρώνει λίγο.

«Λοιπόν, τι να παραγγείλω; Πίτσα; Θα ήθελα να σου μαγειρέψω, αλλά δυστυχώς είμαι άχρηστος σε αυτά. Μόνο τοστ φτιάχνω και μακαρόνια με τυρί.» «Η πίτσα είναι το αγαπημένο μου φαγητό.» «Μήπως τελικά δεν είναι βιαστής; Άραγε οι κακοποιοί ταΐζουν τα υποψήφια θύματα τους;» σκέφτεται η Άννα. Ο Νίκος βάζει την ταινία στο dvd και έρχεται πιο κοντά στην Άννα. Το θρίλερ είναι όντως ανατριχιαστικό και η κοπέλα γίνεται όλο και πιο νευρική. Όταν ο πιτσαδόρος χτυπάει το κουδούνι, φωνάζει ξαφνιασμένη. Ο Νίκος την κοιτάει και σκάει στα γέλια.

«Ωχ, γελάει που φώναξα. Έχω ακούσει ότι ο βιαστής απολαμβάνει τις κραυγές της γυναίκας. Λοιπόν, από εδώ και πέρα ησυχία.» Η υπόλοιπη ταινία κυλάει ήρεμα. Ακόμα και τα ζωηρά σκυλιά έχουν κάτσει στα πόδια τους και λαγοκοιμούνται. Η Άννα πέφτει με τα μούτρα στην πίτσα για να πάρει δυνάμεις. Προς το τέλος, το έργο γίνεται ακόμα πιο τρομακτικό και η Άννα ζαρώνει κοντά στον Νίκο ενστικτωδώς. «Φοβάται! Τι γλυκό πλάσμα που είναι!» σκέφτεται ο Νίκος και την αγκαλιάζει. Της φιλάει απαλά το λαιμό και η Άννα γυρνάει και τον κοιτάει. Ο Νίκος την φιλάει στο στόμα. Η Άννα νιώθει ότι θα αρχίσει να τρέμει.

«Μη!» του λέει απότομα και τραβιέται. Ο Νίκος νομίζει ότι κάνει κάποιο γυναικείο νάζι και πάει να την αγκαλιάσει ξανά. Η Άννα τον σπρώχνει. «Τι έπαθες;» «Άσε με σου είπα. Δεν γίνεται να κάνουμε σεξ.» «Τι; Πως σου ήρθε αυτό;» «Δεν μπορώ σου λέω, έχω περίοδο!» «Άννα δεν σου ζήτησα να κάνουμε σεξ! Επειδή έχεις περίοδο κάνεις σαν υστερική;» «Υστερική; Ναι, βγάλε με και τρελή τώρα! Νομίζεις ότι δεν βλέπω;» «Τι βλέπεις; Δεν καταλαβαίνω τι λες!» λέει ο Νίκος που έχει αρχίσει να εκνευρίζεται επικίνδυνα. «Δεν είμαι ηλίθια Νίκο!» φωνάζει η Άννα. «Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι είσαι! Δεν ξέρω τι φαντάζεσαι, αλλά σίγουρα είσαι στον κόσμο σου..» «Σοβαρά; Δηλαδή μπορώ να φύγω;» «Θέλεις να φύγεις;» Τώρα και ο Νίκος φωνάζει δυνατά, «Ναι θέλω.», «Γιατί;» «Ξέρεις πολύ καλά γιατί.» «Όχι δεν ξέρω.» Τα σκυλιά τρομαγμένα από τις φωνές τους κοιτούν στα μάτια με αγωνία. Η Άννα σηκώνεται με αξιοπρέπεια και πάει προς την πόρτα. Ο Νίκος την προσπερνά και ξεκλειδώνει με απότομες κινήσεις. «Χα!» λέει η Άννα κοιτάζοντας το κλειδί και φεύγει φουριόζα χωρίς να πει άλλη λέξη.

Γκάφα

Η Άννα χώνεται στο κρεβάτι της αγκαλιά με τον Μπόμπα. Ο φόβος της έχει περάσει και νιώθει μόνο μια απέραντη λύπη. Αρχίζει να της περνάει από το μυαλό η μικροσκοπική σκέψη ότι ίσως και να αντέδρασε υπερβολικά. Τελικά αρχίζει να κλαίει, μουσκεύοντας το μαλλιαρό κεφάλι του Μπόμπα που της γλύφει τα μάγουλα για παρηγοριά.

Όταν ο ύπνος έρχεται, είναι ταραγμένος και γεμάτος με αρπακτικά χέρια, άγρια, υγρά φιλιά και σκυλιά που ουρλιάζουν. Την ίδια ώρα ο εκρηκτικός θυμός του Νίκου αρχίζει να υποχωρεί. Στριφογυρίζει την βραδιά στο μυαλό του και τελικά συνειδητοποιεί ότι το θρίλερ δεν ήταν το μόνο πράγμα που τρόμαξε την Άννα. Βέβαια δεν ξέρει τι ακριβώς την πείραξε τόσο, αλλά θέλει να μάθει. Το αποφασίζει. Το πρωί θα την βρει και θα ξεκαθαρίσει το θέμα.

Μόλις μπαίνει στον ζωολογικό κήπο το επόμενο πρωί ο Νίκος ψάχνει την Άννα. Την βρίσκει δίπλα στην πισίνα να ψιθυρίζει στο δελφίνι. Την φωνάζει, η Άννα αναπηδά και ο Μπανάνας εξαφανίζεται. Το να τρομάζει κάποιος συνέχεια, είναι χαρακτηριστικό των πολύ αφηρημένων ανθρώπων, ή εκείνων που έχουν ζήσει καιρό μέσα στον φόβο. Ο Νίκος το γνωρίζει και το αναγνωρίζει αυτό. Της χαμογελά.

«Αννούλα, δεν ήθελα να σε τρομάξω, συγνώμη. Τι μας συνέβη χθες;» «Δεν…δεν ξέρω ακριβώς. Πάντως δεν ήταν ωραίο.» λέει η Άννα εμφανώς κατσουφιασμένη, αλλά ήρεμη. «Τι φοβόσουν;» «Απλά δεν ήθελα να…κάνουμε κάτι.» «Και πίστεψες ότι θα σε πίεζα ποτέ να κάνεις κάτι που δεν ήθελες;» Η Άννα δεν απαντά, αλλά κοιτάει επίμονα το γαλάζιο νερό της πισίνας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε και οι δυο. Ποτέ.» «Κλείδωσες την πόρτα.» «Ποια πόρτα;» λέει ο Νίκος και ξαφνικά θυμάται και αρχίζει να γελάει. «Και νόμιζες ότι…βρε χαζούλι, την πόρτα την κλείδωσα, γιατί τα σκυλιά έχουν μάθει να γυρνάνε το πόμολο και αν την αφήσω ξεκλείδωτη, την ανοίγουν και βγαίνουν στον δρόμο.»

Η Άννα γίνεται κατακόκκινη από την ντροπή της. «Θεέ μου, πάλι ρεζίλι έγινα.» σκέφτεται. «Αννούλα, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Θέλω να μου μιλάς για ότι σε απασχολεί. Δεν γίνεται αλλιώς.» «Έχεις δίκιο Νίκο.» «Έτσι μπράβο γλυκιά μου.» λέει ο Νίκος και την φιλάει. Την φιλάει χωρίς κανένα δισταγμό, μέσα στην μέση του ζωολογικού κήπου, χωρίς να τον νοιάζει τίποτα. Η Άννα νιώθει μια τρελή ευτυχία να την πλημμυρίζει. Δεν είναι καθόλου συνηθισμένη σε δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας, ούτε σε ιδιωτικές βέβαια.

Την μικρή χαριτωμένη σκηνή παρακολουθούν αρκετά ζευγάρια μάτια. Η κυρία Τούλα που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια των επισκεπτών, ο Θανάσης ο κηπουρός, η καμηλοπάρδαλη και η Φιλιώ. Όλοι είναι ευχαριστημένοι από το ρομαντικό στιγμιότυπο, εκτός από την καμηλοπάρδαλη που δεν είναι συναισθηματικός τύπος και την Φιλιώ που έχει και αυτή τους λόγους της. «Δεν είναι δυνατόν, ακόμα μαζί είναι; Λες να του έκατσε τελικά η τσούλα;» αναρωτιέται δίκαια.

Μόλις ο Νίκος φεύγει , η Φιλιώ πλευρίζει την Άννα. «Λοιπόν; πως πήγε χθες;» «Αχ, άστα, θάλασσα τα έκανα. Αλλά τελικά τα βρήκαμε.» «Ά, θέλω λεπτομέρειες. Λοιπόν θα περάσω το βράδυ από το σπίτι σου να τα πούμε αναλυτικά.» «Το βράδυ; Εε…» «Κατά τις 8 θα έρθω.» «Ξέρεις Φιλιώ μου, θα έρθει ο Νίκος το βράδυ.» «Α, δεν είσαι εντάξει. Δεν φτύνουμε τους φίλους μας για τον γκόμενο!» «Όχι, όχι. Δεν ήθελα…απλά επειδή θέλουμε να τα πούμε, σκέφτηκα να ερχόσουν κάποια άλλη ώρα, που θα είμαστε μόνες μας.» «Θα έρθω νωρίς βρε, πριν τον Νίκο.» «Εντάξει, ο Νίκος θα έρθει στις 9.» «Ωραία, θα τα πούμε το βράδυ, φιλενάδα.» λέει η Φιλιώ και φεύγει όλο χαμόγελα.

Η Άννα είναι και πάλι χαρούμενη. «Ωχ, μεγάλη γκάφα πήγα να κάνω.» λέει στον Μπανάνα. «Ο Νίκος είναι πολύ σημαντικός για εμένα, αλλά και η Φιλιώ είναι φίλη μου. Δεν πρέπει να την απογοητεύσω. Δεν θέλω με τίποτα να χάσω την μοναδική μου φίλη. Άσε που σίγουρα θα μου έχει συμβουλές να μου δώσει για τον Νίκο.»

Το απόγευμα φτάνει γρήγορα και η Άννα είναι ενθουσιασμένη. Χαίρεται πολύ που θα έρθει η Φιλιώ, της αρέσει να έχει κόσμο στο σπίτι. Φυσικά ανυπομονεί να δει και τον Νίκο μετά από την συμφιλίωση τους.

Ανάβει ένα αρωματικό κερί που αγόρασε το μεσημέρι, βάζει απαλή μουσική και κάνει μπάνιο τον Μπόμπα για να είναι ευπαρουσίαστος. Μετά κάνει ντους και φοράει ένα καινούριο φόρεμα που βρήκε το μεσημέρι καθώς περνούσε από ένα μαγαζί για υπέρβαρους. Το φόρεμα ήταν κάπως χαριτωμένο, μάλλον κατά λάθος και έτσι το αγόρασε. Η Φιλιώ αργεί πολύ και η Άννα απογοητεύεται ότι δεν θα έρθει. Τελικά το κουδούνι χτυπάει στις 8.45 και σηκώνεται για να ανοίξει στον Νίκο. Στην πόρτα όμως στέκεται η Φιλιώ, εκθαμβωτικά όμορφη.

«Αχ μωρό μουουου, συγνώμη που άργησα, αλλά αυτή η άχρηστη που μου έκανε τις ανταύγειες δεν μπορούσε να πάρει τα χέρια της.» «Δεν πειράζει. Τα μαλλιά σου είναι υπέροχα πάντως.» Η Φιλιώ εισβάλει στο σαλόνι και βγάζει το παλτό της, αποκαλύπτοντας ένα απίστευτα βαθύ ντεκολτέ και μια λαμπερή φούστα σε μέγεθος ζώνης.

Η Άννα αισθάνεται τουλάχιστον 20 κιλά πιο χοντρή αυτόματα. «Σαν μοντέλο είναι. Τι άτυχη που είμαι. Ήταν ανάγκη να την καθυστερήσουν στο κομμωτήριο; Πρέπει να φαίνομαι σαν το τέρας του βάλτου δίπλα της. Μμ, σίγουρα θα κερδίσει την σύγκριση στο μυαλό του Νίκου.» Δεν περνάει καν από το μυαλό της Άννας η περίπτωση του να μην είναι τυχαία όλα αυτά.. Ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι η Φιλιώ έχει σταματήσει την φλυαρία και την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω.

«Βρε Άννα, πρέπει να προσέχεις λίγο την εμφάνιση σου τώρα που έχεις αγόρι. Αγόρασε κανένα καινούριο ρούχο, δεν κάνει να σε βλέπει με αυτές τις παλιατζούρες. Αυτό που φοράς ήταν κάποιας θείας σου;» «Σήμερα το πήρα.» λέει η Άννα με κομμένα τα φτερά. «Χάλια είναι ρε συ. Δεν έχεις γούστο. Πρέπει να πάμε μαζί για ψώνια. Δεν πας να φορέσεις κάτι άλλο; Με αυτά τα κουμπιά μοιάζει με ρόμπα!» «Να πάω,» ψελλίζει η Άννα αποκαρδιωμένη, αλλά δεν προλαβαίνει, γιατί χτυπάει το κουδούνι.

Πηγαίνει να ανοίξει προσπαθώντας να πετάξει την θλίψη από πάνω της. «Τελικά θα τον πείσω ότι είμαι μανιοκαταθλιπτική. Χαμογέλα ηλίθια!» λέει και καταφέρνει με δυσκολία να πάρει ένα λιγότερο μίζερο ύφος. Ο Νίκος την αγκαλιάζει και την φιλάει, ενώ ταυτόχρονα ο Μπόμπας χοροπηδάει στα πόδια του. Μετά παίρνει αγκαλιά τον σκύλο και τον φιλάει και αυτόν.

«Έχουμε παρέα.» του λέει η Άννα. Ο Νίκος δίνει το χέρι του στην Φιλιώ και εκείνη τον φιλάει και στα δυο μάγουλα. Μετά θρονιάζεται δίπλα του στον καναπέ. Η Άννα πηγαίνει να του φέρει κάτι να πιει και η Φιλιώ του χαμογελά γοητευτικά. Όταν η Άννα επιστρέφει, κάθεται στην απέναντι πολυθρόνα, νιώθοντας πιο μόνη από ποτέ. Η Φιλιώ στρέφει το ντεκολτέ και την προσοχή της αποκλειστικά στον Νίκο.

Η Άννα παραμένει σιωπηλή. Αισθάνεται άσχημη σαν πατάτα δίπλα στην αστραφτερή Φιλιώ και είναι σίγουρη ότι και ο Νίκος έχει την ίδια γνώμη. Η Φιλιώ δεν φαίνεται να έχει σκοπό να φύγει και η Άννα νιώθει όλο και χειρότερα, χωρίς όμως να θυμώνει με την Φιλιώ. Απλά καταριέται την κακή της τύχη, όπως πάντα.

Ο Νίκος όμως δεν είναι τόσο αφελής. Διακρίνει εξίσου καθαρά το σχέδιο της Φιλιώς και την αθωότητα της Άννας. Βάζει στην συζήτηση την Άννα, αγνοώντας την Φιλιώ, που περνάει στην αντεπίθεση. «Αχ Αννούλα, σου έχω φέρει κάτι. Ξεκαθάριζα τα ρούχα μου και σου έφερα μερικά που δεν μου χρειάζονται πια. Νομίζω ότι θα σου αρέσουν.» λέει χαμογελώντας αγγελικά και βγάζει από μια τσάντα ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι, μια θεόστενη μίνι φούστα και ένα αέρινο λευκό παντελόνι. Η Άννα δεν θα χώραγε σε αυτά τα ρούχα, ακόμα και αν με κάποιο θαύμα έχανε τα μισά της κιλά .

Παίρνει τα ρούχα κοκκινίζοντας και ψιθυρίζει ένα αδύναμο ευχαριστώ. Η Φιλιώ συνεχίζει το διασκεδαστικό παιχνίδι της. «Δεν πας να τα δοκιμάσεις;» της λέει χαμογελώντας πάντα. Ο Νίκος θυμώνει. Προσπαθεί να καταπνίξει την επιθυμία του να πει κατάμουτρα στην Φιλιώ την γνώμη που έχει για εκείνη. Τα χαμηλωμένα μάτια της Άννας, του προκαλούν πόνο στο στήθος. Σηκώνεται πάνω και κάθεται στο μπράτσο της πολυθρόνας που είναι η Άννα. Βάζει προστατευτικά το χέρι του γύρω της και λέει στην Φιλιώ : «Άστη τώρα, θέλω να την δω λίγο. Δεν μπορώ να μείνω στιγμή μακριά της.» Μετά δίνει στην Άννα ένα φιλί τόσο παρατεταμένο που θα ήταν μοιραίο αν κρατούσε λίγο ακόμα, γιατί εκείνη ξεχνάει να αναπνεύσει.

Η Φιλιώ νιώθει ότι θα κάνει εμετό αν συνεχίσει να παρακολουθεί το αποκρουστικό θέαμα. Επίσης καταλαβαίνει ότι έχει χάσει την μάχη και έτσι σηκώνεται να φύγει. «Να αφήσω μόνα τους τα πιτσουνάκια.» λέει με αρκετή δόση ειρωνείας. «Όχι, όχι, κάτσε Φιλιώ.» διαμαρτύρεται η Άννα. Ο Νίκος πάλι, δεν λέει απολύτως τίποτα, αλλά χαϊδεύει συνεχώς τα μαλλιά της Άννα, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά στην Φιλιώ. «Θα τα πούμε αύριο Άννα. Καληνύχτα Νίκο.» λέει και φεύγει γρήγορα. Βγαίνει από την πόρτα τρέμοντας από τα νεύρα της και δίνει μια εκδικητική κλωτσιά στην γαρδένια της Άννα που πέφτει κάτω. Σταματάει ένα ταξί και χώνεται στο πίσω κάθισμα μισώντας όλο το σύμπαν, ενώ δάκρυα κυλούν στα μάγουλα της.

Η Άννα βρίσκεται τώρα στον καναπέ αγκαλιά με τον Νίκο που της λέει πόσο του αρέσει το φόρεμα της. «Αλήθεια; Νόμιζα ότι δεν ήταν καλό τελικά.» «Είναι πολύ όμορφο, όπως και εσύ. Ποιος σου είπε το αντίθετο; Η φίλη σου μήπως;» Η Άννα δεν απαντάει, αλλά το πρόσωπο της δείχνει στον Νίκο ότι έχει πέσει μέσα. «Θέλω να σου πω δυο πραγματάκια για αυτήν, αλλά όχι τώρα.» «Τι πραγματάκια; Γιατί δεν μου λες τώρα;» «Δεν μπορώ, τώρα θέλω να κάνω κάτι άλλο.» «Τι;» Ο Νίκος δεν απαντάει, αλλά αρχίζει πάλι να την φιλάει. Τα φιλιά συνεχίζονται με όλο και περισσότερο πάθος που αφήνει την Άννα ξέπνοη, έκπληκτη και ευτυχισμένη όσο ποτέ άλλοτε.

Μερέντα

Η βραδιά τελείωσε λίγο απότομα, γιατί τα πράγματα ζεστάθηκαν τόσο μεταξύ τους, που ο Νίκος αποφάσισε να φύγει όσο είχε ακόμα τον έλεγχο του εαυτού του. Φίλησε για μια ακόμα φορά την Άννα και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.

Η Άννα ξανάκαθεται στον αμαρτωλό καναπέ, συγκλονισμένη από την ανακάλυψη της ηδονής. Ποτέ πριν δεν είχε εξερευνήσει τον ερωτισμό της , γιατί θεωρούσε το σώμα της αηδιαστικό. Με το ζόρι ανεχόταν την γύμνια της στο μπάνιο. Μερικές φορές , όταν ήταν πολύ πεσμένη ψυχολογικά, έκανε ντους με κλειστά τα μάτια.

Έτσι τώρα νιώθει εξαντλημένη, ευτυχισμένη και έκπληκτη. Σχεδόν δεν μπορεί να πιστέψει ότι τα χάδια φέρνουν τόση ευτυχία όσο και τα σουφλέ σοκολάτας. «Άραγε να είναι ακόμα καλύτερα όταν κάνουμε έρωτα;» αναρωτιέται. Τελικά την παίρνει ο ύπνος αγκαλιά με αυτή την σκέψη.

Την ίδια ώρα ο Νίκος χώνεται στο κρεβάτι του χαμογελώντας. Η Άννα του γεμίζει την καρδιά και το μυαλό. Είναι χαρούμενος και ανυπομονεί να την ξαναδεί και να την αγγίξει και πάλι. Τα σκυλιά ανεβαίνουν στο κρεβάτι του και τον στριμώχνουν στην γωνία .

Σχεδόν όλοι και κοιμούνται γαλήνια αυτό το βράδυ, εκτός από τον Μπόμπα και την Φιλιώ. Ο Μπόμπας νιώθει παραμελημένος, γιατί δεν χωράει στον καναπέ με την Άννα και έτσι κοιμάται στο πάτωμα δίπλα της θλιμμένος. Η Φιλιώ νιώθει αποτυχημένη και ανεπιθύμητη. Δεν μπορεί να καταλάβει πως είναι δυνατόν ο Νίκος να μην την θέλει και να προτιμάει την χοντρή. Δεν της έριξε ούτε μια ματιά όλο το βράδυ. Μπορεί να την θέλουν όλοι οι υπόλοιποι άνδρες της χώρας –και την θέλουν, είναι σίγουρη για αυτό- αλλά εκείνη θέλει μόνο τον Νίκο. «Πρέπει να χωρίσουν. Αν εξαφανιστεί αυτή η ντουλάπα που του κόβει την θέα, σίγουρα θα δει επιτέλους πόσο όμορφη είμαι.» σκέφτεται, ξεχνώντας ότι ο Νίκος την είχε απορρίψει και πριν την Άννα. Αγνοεί τα μηνύματα που της στέλνει ο Μηνάς στο κινητό, ξαναμμένος όπως πάντα τέτοια ώρα, και καταστρώνει σχέδια. Πρέπει να γίνει δικός της.

Το πρωί η Φιλιώ συναντά την Άννα που λάμπει ολόκληρη. «Κέφια βλέπω ε; τι έγινε, σε έφτιαξε καλά ο Νικολάκης χθες;» Η Άννα κοκκινίζει. «Τουλάχιστον το κάνατε; Ε, καιρός ήταν! Να γίνεις κανονική γυναίκα επιτέλους.» «Ε, δεν το κάναμε ακόμα.» «Ντρέπεσαι ε; λογικό είναι. Όταν φεύγουν τα ρούχα, αποκαλύπτονται όλα. Τίποτα δεν κρύβεται.» Το πρόσωπο της Άννας σκοτεινιάζει. «Άσε που πονάει φρικτά η πρώτη φορά. Αχ, σε καταλαβαίνω Αννούλα.» λέει και την αγκαλιάζει, διατηρώντας πάντα το χαμόγελο της ύαινας.

Η Άννα αναστενάζει. «Ναι, είμαι αγχωμένη. Αλλά δεν θέλω να τον απογοητεύσω. Δεν μπορώ να το αποφεύγω για πάντα.» «Ναι, μωρέ. Εντάξει, ίσως να σου φανεί κάπως στην αρχή που δεν θα έχεις ιδέα ή που δεν θα μπορείς να κάνεις τα ακροβατικά που γουστάρει ο Νίκος, αλλά όλα θα διορθωθούν με τον καιρό. Εξάλλου, ο εσωτερικός κόσμος μετράει!» την αποτελειώνει. Η Άννα απλά κουνάει το κεφάλι της και παραμένει σιωπηλή. Η Φιλιώ τελικά φεύγει ικανοποιημένη.

Η Άννα περνάει το υπόλοιπο πρωινό δουλεύοντας και προσπαθώντας να κρατήσει τις δυσάρεστες σκέψεις μακριά, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Το μεσημέρι που συναντιούνται με τον Νίκο για να φάνε, είναι λίγο σφιγμένη. «Κάτι την απασχολεί. Μάλλον το προχώρησα πολύ χθες και την άγχωσα.» σκέφτεται ο Νίκος. «Καλή μου, θα σε πείραζε πολύ να μην βρεθούμε σήμερα; Έχει πολλή δουλειά σήμερα και θα είμαι πτώμα στο τέλος της ημέρας.» «Όχι. Δεν με πειράζει εννοώ. Πρέπει να ξεκουραστείς. Και εγώ άλλωστε, έχω πολλές δουλειές να κάνω στο σπίτι.»

Το διάλειμμα τους τελειώνει πολύ γρήγορα και η Άννα μένει μόνη με τις σκέψεις της. «Μάλιστα. Άρχισε να αραιώνει σιγά, σιγά… λογικό είναι.» Ο Νίκος είναι πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του. «Ωραία, της έδωσα λίγο χώρο να αναπνεύσει. Μπορεί να θέλω να την βλέπω συνέχεια, αλλά δεν πρέπει να την πρήζω κιόλας. Είναι πολύ ανεξάρτητη κοπέλα και σίγουρα δεν θέλει πίεση.» σκέφτεται.

Η Άννα σχολάει από την δουλειά και φτάνει σπίτι κατσουφιασμένη. Ούτε ο Μπόμπας καταφέρνει να της φτιάξει το κέφι. Ανοίγει την τηλεόραση και βυθίζεται στις ελεεινές εκπομπές που διαλαλούν τον πόνο και τις ταπεινώσεις των άλλων, ξεχνώντας για λίγο τις δικές της έννοιες. Δεν μπορεί όμως να μείνει συγκεντρωμένη για πολύ. Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν στο κεφάλι της. «Κάτι πρέπει να κάνω. Θα τον χάσω.» μονολογεί δυνατά. «Τι να κάνω; Δεν θα το αντέξω αν με αφήσει.» Το βλέμμα της γυρνάει απελπισμένο στο δωμάτιο. Ξαφνικά βλέπει μερικά σκονισμένα dvd από τα ξεχασμένα των εφημερίδων. Ψάχνει λίγο και τελικά βρίσκει ένα dvd με την εικόνα μιας φαντασμένης γυμνάστριας με φουντωτά μαλλιά στο εξώφυλλο.

Η Άννα βγάζει τα παπούτσια της, φοράει την φόρμα που έχει για την κηπουρική και βάζει το dvd να παίξει. Τα δυο πρώτα λεπτά περνάνε ανώδυνα με απλές ασκήσεις για ζέσταμα. Ο Μπόμπας συμμετέχει και αυτός με χοροπηδητά, γεμάτος χαρά για το καινούριο παιχνίδι. Μετά οι κινήσεις γίνονται όλο και πιο έντονες και η Άννα λαχανιάζει όλο και πιο πολύ. Δεν σταματά όμως. Μετά από λίγη ώρα στέκεται ακίνητη, γιατί διαπιστώνει ότι ο αέρας στο δωμάτιο έχει λιγοστέψει πολύ. Ξαφνικά όλα μαυρίζουν και η Άννα πείθεται ότι τυφλώθηκε. Πριν προλάβει όμως να θρηνήσει, νιώθει τα γόνατα της να λυγίζουν και το πάτωμα να την χτυπάει με δύναμη. Κάμποσα λεπτά αργότερα συνέρχεται από μια δυσάρεστη μυρωδιά. Ο Μπόμπας της γλείφει τρομαγμένος το πρόσωπο, γεμίζοντας την αγάπη και μυρωδιά σκυλοτροφής με γεύση βοδινού. Η Άννα προσπαθεί αρκετές φορές και τελικά καταφέρνει να σηκωθεί όρθια.

Βγάζει το σατανικό dvd και το πετάει στα σκουπίδια. Μετά παίρνει την μεγάλη συσκευασία της μερέντας της παρηγορητικής και σωριάζεται στον καναπέ. Μετά από λίγη ώρα αποχαύνωσης συνειδητοποιεί ότι έχει αδειάσει το κουτί. Η μπλούζα της έχει αηδιαστικούς καφέ λεκέδες και η ψυχή της σκοτεινιά. Βάζει τα κλάματα και μετά παραγγέλνει με τρεμάμενη φωνή 5 σουβλάκια με διπλή πίτα.

Καινούρια ζωή

Το πρωί βρίσκει την Άννα κακόκεφη. Φτάνει στον ζωολογικό κήπο και πηγαίνει κατευθείαν στον Μπανάνα. Μένει εκεί πολλή ώρα και του εκμυστηρεύεται τα βάσανα της. Το δελφίνι την κοιτάει στα μάτια όση ώρα του μιλάει και η Άννα σιγά, σιγά νιώθει καλύτερα.

Λίγο μετά, έρχεται και ο Νίκος. Της δίνει ένα κλεφτό παθιασμένο φιλί και έτσι τώρα χαμογελάνε και οι δυο. «Ξεκουράστηκες χθες;» ρωτάει η Άννα. «Ναι, κοιμήθηκα νωρίς, αλλά δεν το ευχαριστήθηκα. Θα ήθελα να ήσουν και εσύ δίπλα μου.» της απαντά και η Άννα κοκκινίζει. «Και εγώ.» του λέει. «Ελπίζω να μπορείς να βρεθούμε απόψε.» λέει ο Νίκος. Η Άννα ξέρει ότι σύμφωνα με το αόρατο πρωτόκολλο των cool ανθρώπων θα έπρεπε να του αρνηθεί για να τον τιμωρήσει ελαφρά και για να του δείξει ότι έχει την δική της ζωή. Που να αντισταθεί όμως στα καταπράσινα μάτια του Νίκου; Έτσι, αντίθετα με τις συνταγές επιτυχίας των σίριαλ, του απαντά αμέσως με μάτια που λάμπουν.

«Ναι, φυσικά.» «Ωραία μωρό μου. Να έρθω να σε πάρω κατά τις 10;» «Θα σε περιμένω.» Μόλις φεύγει ο Νίκος, σκύβει και πάλι στον Μπανάνα. «Με είπε μωρό του!!! Δεν το πιστεύω! Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο χάλια τα πράγματα.» Ο Μπανάνας μάλλον συμφωνεί, γιατί κάνει μια απίστευτη τούμπα και μετά τρίβει το μουσούδι του στο χέρι της. Μετά η Άννα συνεχίζει την δουλειά της χαρούμενη και γεμάτη προσδοκία για το βράδυ.

Το μεσημέρι όταν σχολάει η Άννα, γυρνά βιαστικά σπίτι. Τρώει ένα δυναμωτικό μεσημεριανό και μια ενθαρρυντική γκοφρέτα με φουντούκι. Μετά βγάζει μια σύντομη βόλτα τον Μπόμπα στο κοντινό πάρκο. Το σκυλί την τραβολογάει ενθουσιασμένο και η Άννα χαλαρώνει και απολαμβάνει τα παιχνίδια του μικρού. Γυρνάνε κουρασμένοι σπίτι και η Άννα μπαίνει για ντους. Βάζει το κεφάλι της κάτω από το νερό, την στιγμή ακριβώς που χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Φιλιώ, που πιστεύει ότι πρέπει να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, μήπως και προλάβει τα χειρότερα. Η Άννα όμως δεν ακούει το τηλέφωνο.

Το βράδυ έρχεται γρήγορα και μαζί του και ο Νίκος. Βγαίνουν έξω και περπατούν για ώρα στο κρύο. Τελικά μπαίνουν σε ένα σινεμά. Παίζει μια ρομαντική ταινία, ακριβώς το είδος που λατρεύει η Άννα. Ο Νίκος ανέχεται μετά βίας αυτά τα άπιαστα παραμύθια, αλλά όταν βλέπει τα μάτια της Άννας να φωτίζονται μπροστά στην αφίσα της ταινίας, της προτείνει αμέσως να την δουν. Τελικά η ταινία αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα και ο Νίκος αφοσιώνεται, έχοντας όμως το χέρι του γύρω από τους ώμους της.

Η Άννα είναι τρισευτυχισμένη. Δεν θυμάται να έχει πάει ποτέ σινεμά με κάποιον άλλο, πόσο μάλλον ένα τέτοιο πανέμορφο και τρυφερό πλάσμα. Της είναι δύσκολο να κοιτάει την οθόνη, όταν δίπλα της είναι εκείνος. Του ρίχνει κρυφές ματιές και τον καμαρώνει στο σκοτάδι. Τα φώτα του διαλείμματος βρίσκουν τον Νίκο να φιλάει τρυφερά τα μαλλιά της. Η αίθουσα είναι σχεδόν γεμάτη. Πάρα πολλά ζευγάρια μάτια καρφώνονται πάνω τους. Η Άννα έχει αρχίσει να το συνηθίζει κάπως, γιατί ο Νίκος τραβάει πάντα την προσοχή. Οι σερβιτόροι του απευθύνονται πάντα ευγενικά, οι πωλητές σκοτώνονται να τον εξυπηρετήσουν και όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτου ηλικίας, τον κοιτούν μαγεμένες. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Δίπλα τους κάθονται τρεις κοπέλες με διάφορες αποχρώσεις του ξανθού στα μαλλιά τους, που δεν παίρνουν τα μάτια τους από πάνω του. Η μία μάλιστα του χαμογελάει, αγνοώντας προκλητικά την Άννα. Ο Νίκος όμως κοιτάει μόνο την Άννα και της ψιθυρίζει συνεχώς στο αυτί, κάνοντας την παρέα των κοριτσιών να ζηλεύουν όλο και πιο πολύ.

«Συγνώμη…μήπως ξέρεις πως λέγεται αυτός ο ηθοποιός; Σπάω το κεφάλι μου τόση ώρα…» λέει η ψηλότερη ξανθιά με ναζιάρικο ύφος, καθώς χτυπάει απαλά τον ώμο του. «Χιού Γκράντ.» της απαντάει ο Νίκος και μετά γυρνάει και πάλι προς την Άννα. «Αχ ωραία και μήπως…» συνεχίζει η κοπέλα σταυρώνοντας με χάρη τα πόδια της, αλλά ο Νίκος φιλάει την Άννα και δεν της απαντά ποτέ. Τα φώτα ξανασβήνουν και η Άννα νιώθει μια παράξενη χαρά. Στην αρχή δεν καταλαβαίνει τι είναι αυτό το άγριο αίσθημα που της γεμίζει το στόμα με μέλι, αλλά τελικά το αποκωδικοποιεί. Είναι η πρωτόγνωρη αίσθηση του να έχει εκείνη κάτι που ποθούν οι άλλοι. Είναι κάτι εντελώς καινούριο για αυτήν, που σε όλη της την ζωή, ζήλευε τους άλλους ανθρώπους.

Δεν είχε επιθυμήσει ποτέ κάτι υλικό που άνηκε σε κάποιον άλλον, αλλά πάντα ευχόταν με όλη της την δύναμη να ήταν στην θέση του μικρού κοριτσιού που κράταγε στους ώμους ο μπαμπάς της, ή του παιδιού που η μαμά του σφιχταγκάλιαζε και το φίλαγε στα ανακατεμένα του μαλλιά. Όταν επιτέλους βγήκε από την ανήμπορη παιδική ηλικία, άρχισε να την πονά το θέαμα των ζευγαριών που ξαφνικά είχαν κατακλείσει τον τόπο. Ήταν απόλυτα σίγουρη ότι ποτέ δεν θα περπατούσε αγκαλιασμένη στον δρόμο με κάποιον και ότι ποτέ δεν θα άκουγε την φράση «αγάπη μου» από χείλη εραστή. Πόσο παράξενα έχει ανατραπεί η ζωή της! Τι απόλυτη ευτυχία την περιβάλλει τώρα! Τα φώτα της κινηματογραφικής αίθουσας έχουν σβήσει και πάλι, αλλά η ψυχή της έχει αρχίσει να καθαρίζει από το αιώνιο μαύρο της. Η ταινία τελειώνει με το πρέπον χαρούμενο τέλος και ο Νίκος την πιάνει από το χέρι για να βγουν έξω. Η Άννα τον ακολουθεί χαμογελώντας. Περνώντας μπροστά από την θρασύτατη ξανθιά, της πατάει γερά το πόδι, κάνοντας την να φωνάξει από τον πόνο.

Γυρνάνε σπίτι της Άννας με ένα ταξί και ο Νίκος σταματάει στην εξώπορτα της και την φιλάει με πάθος που κάνει τα γόνατα της να τρέμουν σαν ζελέ φράουλα. Σταδιακά τα φιλιά τους γίνονται όλο και πιο απαιτητικά. Ο Νίκος την κοιτάει στα μάτια και η Άννα συμφωνεί χωρίς λέξη. Ξεκλειδώνει την πόρτα και μπαίνουν στο σαλόνι συνεχίζοντας τον μεθυστικό χορό τον φιλιών και τρομάζοντας τον αθώο Μπόμπα με το σαρωτικό τους πόθο.

Η Άννα νομίζει ότι βρίσκεται μέσα σε όνειρο. Τα πάντα φαίνονται τόσο παράξενα και τόσο φυσιολογικά. Νομίζει πως κινούνται σε ένα μια ζεστή, φιλόξενη λίμνη. Δεν σκέφτεται τίποτα και ταυτόχρονα δοκιμάζει τόσα νέα συναισθήματα που ζαλίζεται. Δεν ξέρει πως βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα της, ούτε αν οδήγησε εκείνη τον Νίκο ή αν τον ακολούθησε εκεί. Κάποιος από τους δυο τους έκλεισε την πόρτα και τώρα ο Μπόμπας κλαψουρίζει απέξω θλιμμένος. Δεν την νοιάζει όμως. Το μόνο που θέλει είναι να παγώσει ο χρόνος και να μείνουν εκεί, ενωμένοι για πάντα. Ο Νίκος είναι όσα φανταζόταν και τόσα περισσότερα. Τρυφερός, παθιασμένος, ζεστός, δροσερός, απαλός, σκληρός, ανυπόμονα γρήγορος, βασανιστικά αργός. Η καρδιά της χτυπάει τόσο γρήγορα που νομίζει ότι θα γίνει κομματάκια. Ο Νίκος διώχνει με τα δυνατά του χέρια τον φόβο και την δειλία της. Τα χαμογελαστά του μάτια, της γνωρίζουν καινούριους τροπικούς τόπους. Την τελευταία στιγμή διαύγειας, η Άννα σκέφτεται «Ακόμα και αν πεθάνω τώρα, θα είμαι ευτυχισμένη. Όλα τα άσχημα που έχω περάσει μόλις έσβησαν. Αυτή είναι μια καινούρια ζωή.»

Αδιανόητο

Η Άννα ανοίγει τα μάτια της, ζαλισμένη ακόμα από το απίστευτο όνειρο. Η πραγματικότητα εισβάλει ορμητική στο πρωινό. Κοιτάζει δίπλα της. Δεν ήταν όνειρο. Ο Νίκος κοιμάται πλάι της, γαλήνιος και πανέμορφος όπως πάντα. Η Άννα τον κοιτά για ώρα. Τελικά δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και χαϊδεύει απαλά ένα ξανθό τσουλούφι που πέφτει στο μέτωπο του. Ο Νίκος ανοίγει τα μάτια του. «Συγνώμη, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.» του λέει απολογητικά καθώς προσπαθεί να στρώσει κάπως τα μαλλιά της. Ο Νίκος δεν λέει τίποτα. Την τραβάει στην αγκαλιά του και της ανακατεύει περισσότερο τα μαλλιά. Τα γέλια τους γεμίζουν το σπίτι. Ο Μπόμπας τα εκλαμβάνει ως πρόσκληση και πηδάει πάνω στο κρεβάτι.

Η Άννα σπρώχνει μαλακά το σκυλί κάτω από το κρεβάτι και κάνουν ξανά έρωτα. Ο Μπόμπας παίρνει βαριά την προσβολή και βρίσκει καταφύγιο στο ήσυχο σαλόνι. Ξαφνικά ο Νίκος συνειδητοποιεί ότι η ώρα έχει περάσει και πρέπει να πάνε για δουλειά. Παίζουν για λίγο με την ιδέα να δηλώσουν και οι δυο άρρωστοι, αλλά τελικά σηκώνονται και ντύνονται βιαστικά. Ο Νίκος φιλάει πολλές φορές την Άννα και μετά φεύγει τρέχοντας για να ταΐσει τα σκυλιά του. Η Άννα δεν μπορεί να βγάλει το χαζό χαμόγελο που έχει καρφιτσωθεί στο πρόσωπο της. Τρώει ένα θεόρατο πρωινό και πηγαίνει στον ζωολογικό κήπο, χαμογελώντας διαρκώς.

Ο Νίκος έρχεται λίγο αργότερα και της κλείνει το μάτι από μακριά. Η Άννα διηγείται στον Μπανάνα όλα όσα δεν είχε τολμήσει να φανταστεί ποτέ. Όλο το πρωί περνάει σαν όνειρο, μπλεγμένο μέσα στο ροζ τούλι της απίστευτης ευτυχίας. Μία μαϊμού την δαγκώνει ελαφρά και η ζέβρα την κλωτσάει εκδικητικά, αλλά η Άννα είναι απρόσβλητη και παντοδύναμη. Το μεσημέρι, κάνει την εμφάνιση της η Φιλιώ. Πλησιάζει την Άννα για να της κάνει παρατήρηση που δεν σήκωνε το τηλέφωνο, αλλά μόλις έρχεται αρκετά κοντά, της κόβεται η φόρα και η διάθεση για επιπλήξεις.

Δεν χρειάζεται καν να ρωτήσει. Η χοντρή ακτινοβολεί ολόκληρη. Η Φιλιώ γεύεται σχεδόν την σάπια μυρωδιά της ήττας. «Καλημέρα!» λέει χαρωπά η Άννα. «Να μην ρωτήσω. Το έκανες.» Η Άννα χαχανίζει ντροπαλά και παίρνει το χρώμα της ώριμης ντομάτας. «Μπράβο, μπράβο. Επιτέλους. Χαίρομαι για σένα.» φτύνει το ψέμα η Φιλιώ. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα ε;» «Ποια δύσκολα;» «Ε, ξέρεις. Συνήθως το ενδιαφέρον των ανδρών κρατάει μέχρι να πηδήξουν. Μετά δεν χρειάζεται πια να σε κατακτήσουν και οι περισσότεροι εξαφανίζονται.» Η Άννα ακούει το ροζ τούλι να σκίζεται βίαια. Συνειδητοποιεί ότι η αντίδραση της Φιλιώς είναι πάντα η ίδια στα χαρμόσυνα νέα της. Αυτή την φορά όμως η κακία στην φωνή της είναι τόσο ξεκάθαρη που δεν μπορεί να την κρύψει πίσω από την δήθεν ανησυχία για την φίλη της. Θυμάται επίσης τον Νίκο που της είπε ότι θέλει να της μιλήσει για την Φιλιώ και από το ύφος του φαινόταν ότι δεν είχε κάτι κολακευτικό στο μυαλό του.

«Ο Νίκος δεν είναι έτσι.» απαντά στην Φιλιώ, κοιτάζοντας ωστόσο τα λερωμένα της παπούτσια. Δεν είναι στον τύπο της να φέρνει αντιρρήσεις. «Αλήθεια; Σε εμένα πάντως έτσι φέρθηκε. Μην ξεχνάς ότι και εγώ τον γνωρίζω. Πολύ καλά μάλιστα.» Η Άννα σηκώνει τα μάτια της και κοιτάει την Φιλιώ καταπρόσωπο. Η Φιλιώ περιμένει την επίθεση και ακονίζει τα νοερά της μαχαίρια. Έχει αντιμετωπίσει άπειρες φορές επιθέσεις άλλων γυναικών. Δίκαιες ή άδικες, δεν έχει σημασία, πάντως της έχουν χαρίσει πείρα. Δεν την τρομάζουν ούτε οι βρισιές, ούτε οι απειλές. Δεν έχει ποτέ τύψεις και θεωρεί ότι στην ζωή νικάει πάντα ο δυνατότερος. Σπανίως χάνει και της αρέσει που είναι έτσι. «Γιατί δεν χαίρεσαι για μένα Φιλιώ; Εγώ σε αγαπώ πολύ. Είσαι η καλύτερη μου φίλη.» Η Φιλιώ δέχεται την οβίδα κατάστηθα. Αυτό δεν της έχει ξανασυμβεί ποτέ. Είναι το μόνο που δεν περίμενε να ακούσει. Και ξέρει ότι δεν είναι ψέμα. Τα αθώα μάτια της Άννας την κοιτάζουν πράγματι με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Ασυναίσθητα κάνει ένα βήμα πίσω. Κρατάει ακόμα τα μαχαίρια, μα ξαφνικά φαίνεται ότι ξέχασε πώς να τα χρησιμοποιεί.

Η συνήθεια είναι μεγάλος σύμμαχος. Συνέρχεται γρήγορα. «Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Για κοιτάξου καλύτερα σε κάνα καθρέφτη. Πόσο νομίζεις ότι θα σε ανεχτεί; Σύντομα θα σε παρατήσει και θα γυρίσεις στο μόνιμο γκόμενο σου, το ψυγείο!» φωνάζει η Φιλιώ. Η Άννα την κοιτάει με απορία. «Γιατί μιλάς έτσι; Κάνεις λες και πήρα κάτι που ανήκει σε σένα;» «Φυσικά και ανήκει σε μένα. Με εμένα ταιριάζει. Με εμένα θα ήταν περήφανος να περπατάει στον δρόμο, όχι με εσένα που έχεις τα τριπλά κιλά του. Αλλά προφανώς είναι ηλίθιος και για αυτό δεν το βλέπει.»Επιτέλους η Άννα καταλαβαίνει. Το αδιανόητο έχει συμβεί και την κοιτά με μίσος. «Δεν είναι δυνατόν να ζηλεύεις. Εσύ έχεις τα πάντα. Μου είχες πει ότι ο Νίκος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι για εσένα. Αν ήξερα ότι σε ενδιέφερε πραγματικά, ποτέ δεν θα είχα κάνει κάτι μαζί του. Συγνώμη Φιλιώ.» Η Φιλιώ στέκει αποσβολωμένη, αυτή την συμπεριφορά δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει. Πως μπορείς να χτυπήσεις εκείνον που σε αγκαλιάζει; Μπερδεύεται, χάνει τον ειρμό της επίθεσης της, τα αιχμηρά της λόγια εξατμίζονται. «Σε παρακαλώ Φιλιώ. Θέλω να σε έχω στην ζωή μου.»

Το τελικό χτύπημα την διαλύει. «Δεν γίνεται, ονειρεύομαι.» σκέφτεται. «Γιατί δεν με λούζει με βρισιές, πως μπορεί να μην θυμώνει;» Το μυαλό της Φιλιώς είναι ένα ταραγμένο πέλαγος. Νιώθει να πνίγεται, δεν ξέρει πώς να κολυμπήσει σε αυτά τα άγνωστα νερά. Τελικά αρπάζεται από την μόνη σανίδα που αναγνωρίζει. «Εγώ όμως δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου. Φάλαινα!» ουρλιάζει και φεύγει. Γύρω τους έχει μαζευτεί κόσμος και τις κοιτάει. Η Άννα σκύβει το κεφάλι της και μπαίνει βιαστικά στο κλουβί με τα εξωτικά πουλιά. Αρχίζει να καθαρίζει, αλλά η σκέψη της γυρνάει διαρκώς στην Φιλιώ. Τώρα έρχονται ένα, ένα στο νου της τα περιστατικά που έδειχναν την μικροψυχία αυτής που θεωρούσε φίλη της. Η Άννα πικραίνεται πολύ. Δεν νιώθει μίσος όμως, όπως θα περίμενε. Μια εγκατάλειψη μόνο, παλιά της γνώριμη η λέξη, και λύπη. Λύπη για την φιλία που τέλειωσε, για την εμπιστοσύνη που προδόθηκε και για την Φιλιώ που αποδείχτηκε τόσο δυστυχισμένη.

Η Φιλιώ κλείνει δυνατά την πόρτα στο δωμάτιο της. Βλέπει το τελευταίο φόρεμα που αγόρασε απλωμένο πάνω στο κρεβάτι της. Το κάνει κομμάτια με τα χέρια της, που την πονάνε από την μανία. Μετά βάζει τα κλάματα πάνω στα κουρέλια. Δεν έχει νιώσει πότε τέτοιο κενό, αταίριαστα γεμάτο από πόνο. « Είναι λάθος, αυτή θα έπρεπε να κλαίει, σε εμένα έπρεπε να κάνει έρωτα ο Νίκος, εγώ έπρεπε να τον απολαμβάνω, η δικιά μου η ζωή θα έπρεπε να έχει αγάπη.» Κλαίει για ώρα, χαράζοντας με τα νύχια της τα απαλά σεντόνια. Όταν κάποτε σηκώνεται, κοιτάει το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Είναι τόσο πρησμένο από το κλάμα που έχει διπλασιαστεί. Σχεδόν μοιάζει με το βοδινό πρόσωπο της άλλης. Οι λυγμοί την συνταράσσουν και πάλι.

Πραγματικό σπίτι

Όταν ο Νίκος έρχεται στο σπίτι της Άννας το βράδυ, εκείνη του διηγείται όλη την δυσάρεστη σκηνή που έζησε το πρωί με την Φιλιώ. «Ήθελα να στο πω. Αυτή η κοπέλα είναι πολύ κακιά. Σε καμία περίπτωση δεν είναι φίλη σου. Από την αρχή δεν την συμπάθησα.» Η Άννα τον κοιτάει καχύποπτα. «Τι;» ρωτάει ο Νίκος που διαβάζει εύκολα πια το πρόσωπο της. «Τίποτα, απλά αναρωτιόμουν αν κοιμάσαι πάντα με κοπέλες που δεν συμπαθείς;» «Τι λες; Μωρό μου, εσένα δεν σε συμπαθώ απλά.» «Δεν μιλάω για εμένα, για την Φιλιώ λέω.» «Γιατί; Τι σχέση έχει η Φιλιώ με εμένα;» «Νίκο δεν χρειάζεται να προσπαθείς να το κρύψεις. Ξέρω ότι κοιμηθήκατε μαζί.» Ο Νίκος αρχίζει να γελάει δυνατά. «Ώστε έτσι ε; Γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο;» «Γιατί είναι αλήθεια Μου το έχει πει η ίδια η Φιλιώ..» Αννούλα μου δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα.» λέει ο Νίκος και αρχίζει να της αφηγείται την πραγματική ιστορία.

Η Άννα παραμένει σιωπηλή και κατσουφιασμένη. «Μα γιατί είσαι έτσι αγάπη μου; Αφού σου εξήγησα, όλα αυτά ήταν στην φαντασία της.» «Το ξέρω Νίκο, αλλά στενοχωριέμαι για αυτήν.» «Σοβαρολογείς; Μετά από όλα αυτά;» «Πρέπει να ένιωθε πολύ μόνη για να φερθεί έτσι. Ξέρω από μοναξιά, είναι πολύ σκληρό πράγμα.» Ο Νίκος την κοιτάει έκπληκτος. «Είσαι πολύ καλός άνθρωπος Άννα. Πραγματικά αξιόλογη. Ίσως για αυτό να σε ερωτεύθηκα τόσο γρήγορα.» Η Άννα δεν μιλάει αλλά χώνεται στην αγκαλιά του. Το πρωί ξυπνάνε και πάλι αγκαλιά, αλλά φεύγουν χωριστά. Η Άννα δεν θέλει να δίνει δικαιώματα στους συναδέρφους τους, κυρίως μετά από αυτό που συνέβη με την Φιλιώ.

Ο Νίκος φτάνει πρώτος και αρχίζει την δουλειά. Μετά από λίγο έρχεται και η Άννα. Η μέρα κυλά ήσυχα. Όταν όμως έρχεται το απόγευμα και η Άννα ετοιμάζεται να φύγει, η κυρία Μαρία της λέει ότι την θέλει ο διευθυντής στο γραφείο του. Η Άννα παραξενεύεται, αλλά πηγαίνει. Ο κύριος Κώστας κάθεται στην καρέκλα του αμίλητος και ο παπαγάλος την κοιτάει βλοσυρά. Η Άννα δεν αισθάνεται καθόλου άνετα. Αφού την εξετάζει από πάνω ως κάτω, τελικά της μιλάει κοιτώντας αδιάφορα έξω από το παράθυρο. «Λοιπόν δεσποινίς Καλογεροπούλου, αυτός είναι ο μισθός σας. Φυσικά έχουμε μόλις 15 σήμερα, αλλά τα χρήματα σας είναι για ολόκληρο τον μήνα.» Η Άννα κοιτάει εμβρόντητη τον άσπρο, επιθετικό φάκελο. Τελικά καταφέρνει να βρει την φωνή και την ψυχραιμία της. «Με απολύετε κύριε Κώστα; Γιατί;» «Δυστυχώς η συνεργασία μας τελείωσε δεσποινίς. Δεν θα σας χρειαστούμε άλλο.» «Έκανα κάτι; Νόμιζα ότι ήσασταν ευχαριστημένος από εμένα.» «Ναι, ήμουν. Να σας πω, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να παρατείνουμε αυτή την δυσάρεστη διαδικασία. Αντίο σας.» λέει και της δείχνει την πόρτα. Η Άννα καταλαβαίνει ότι δεν έχει νόημα να επιμένει. «Σας ευχαριστώ πάντως που μου δώσατε δουλειά. Σας ζητώ συγνώμη αν έκανα κάποιο λάθος. Αντίο κύριε Κώστα.»

Η Άννα βγαίνει με σκυμμένο κεφάλι. Ο Κώστας κοιτάει λυπημένος τον παπαγάλο. Αισθάνεται πολύ άσχημα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Η Φιλιώ είναι η μοναχοκόρη του και δεν μπορεί να της αρνηθεί τίποτα. Κυρίως όταν κλαίει με λυγμούς. Η Άννα κάνει στροφή και πηγαίνει ίσια στον Μπανάνα. Χαϊδεύει το δελφίνι, ενώ του λέει τι έγινε, όπως πάντα. Ξαφνικά την παίρνουν τα κλάματα. Φιλάει βιαστικά το υγρό κεφάλι του ζώου και φεύγει, πριν χρειαστεί να αποχαιρετήσει και κάποιον άλλο. Δυο στενά παρακάτω την περιμένει ο Νίκος χαμογελώντας. Το χαμόγελο του όμως εξαφανίζεται μόλις την βλέπει να σκουπίζει τα μάτια της από μακριά.

«Τι έπαθες αγάπη μου;» Η Άννα πέφτει στην αγκαλιά του και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε και πάλι. Τελικά ο Νίκος καταφέρνει να την ηρεμήσει και η Άννα του εξιστορεί τι συνέβη.

«Σίγουρα είναι δουλειά αυτής της νυφίτσας. Αν την δω μπροστά μου θα…» «Δεν θέλω να της πεις τίποτα Νίκο μου. Δεν χρειάζεται να γίνουν ακόμα πιο άσχημα πράγματα. Απλά στενοχωριέμαι γιατί μου άρεσε αυτή η δουλειά. Θα μου λείψει και ο Μπανάνα τόσο πολύ.» «Ποιος;» «Ε, το δελφίνι. Το ονόμασα έτσι, γιατί μοιάζει με μπανάνα όταν κάνει βουτιές.» λέει η Άννα λυπημένη. «Τι γλυκό πλάσμα που είσαι! Μόνο για τον Μπανάνα σου μην στενοχωριέσαι. Έχω τα κλειδιά, μωρό μου. Θα μπορείς να τον βλέπεις όποτε θέλεις. Σταμάτα όμως να κλαις. Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι, σε παρακαλώ.» Η Άννα βάζει τα δυνατά της για να τον ευχαριστήσει. Πηγαίνουν σπίτι του και βλέπουν χαρούμενες ταινίες στο dvd. Μετά κάνουν ξανά και ξανά έρωτα, μέχρι που η λύπη της Άννας γίνεται αχνή και το χαμόγελο της εμφανίζεται και πάλι.

Το πρωί, ο Νίκος ξυπνά από την μυρωδιά του ζεστού καφέ που του έχει ετοιμάσει η Άννα. Συζητούν για λίγο παίρνοντας το πρωινό τους και μετά ο Νίκος φεύγει για την δουλειά. Η Άννα μένει στο σπίτι του και τακτοποιεί την εργένικη ζωή του, με μητρική σχεδόν φροντίδα. Νιώθει ακόμα στενοχωρημένη για την Φιλιώ, αλλά η παρουσία του Νίκου, σκεπάζει όλα τα δυσάρεστα.

Ο Νίκος πηγαίνει στην δουλειά, αλλά του λείπει το γελαστό πρόσωπο της Άννας και αισθάνεται κάπως περίεργα, γιατί όλοι τον κοιτούν περιμένοντας μια εξήγηση για την απουσία της Άννας. Παρόλα αυτά, κανείς δεν τον ρωτάει τελικά. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και η Φιλιώ έχοντας το χαμόγελο της επιτυχίας κολλημένο στο πρόσωπο της, αλλά είναι αρκετά φρόνιμη και κρατιέται μακριά από τον Νίκο. Όταν εκείνος γυρνάει σπίτι του το απόγευμα, βρίσκει το μέρος μεταμορφωμένο. Μέχρι και τα δυο σκυλιά είναι πεντακάθαρα. Η παρουσία της Άννας είναι έκδηλη παντού, από τα φρέσκα μυρωδάτα λουλούδια, μέχρι τα σοκολατάκια που έχει τοποθετήσει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ποτέ δεν έχει μείνει σε ένα τόσο ευχάριστο περιβάλλον. Η μητέρα του προσπαθούσε πάντα να κάνει το μέρος που έμεναν πραγματικό σπίτι, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο όταν τρέχεις για να ξεφύγεις διαρκώς. Κάνει ένα γρήγορο ντους και αφού φιλήσει τα μαλλιαρά κεφάλια των σκυλιών που λαγοκοιμούνται στο κρεβάτι του, ξεκινά για το σπίτι της Άννας.

Εκείνη τον υποδέχεται με αγκαλιές και σπιτικά κουλουράκια κανέλας. Ο Μπόμπας πάλι τον υποδέχεται με ένα υπόκωφο μουγκρητό, γιατί ξέρει ότι αυτός ευθύνεται για την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας τα βράδια. Το μικρό σπίτι είναι πλημμυρισμένο από ευτυχία και έρωτα. Κάποια στιγμή ο Νίκος βγάζει από την τσάντα του ένα μικρό πακέτο και της το δίνει. Η Άννα δεν μπορεί να θυμηθεί από πότε έχει να πάρει δώρο από κάποιον. Σκίζει το περιτύλιγμα ενθουσιασμένη. Είναι μια όμορφη κορνίζα με την φωτογραφία που τους είχε βγάλει εκείνος ο απαίσιος φωτογράφος στο εστιατόριο. Η Άννα δεν προλαβαίνει να κριτικάρει τον εαυτό της, γιατί ο Νίκος της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Χρειάζεται να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι της λέει «Σ’αγαπώ»

6 Μήνες μετά.

Η Άννα είναι πολύ ευτυχισμένη. Είναι εδώ και 6 μήνες ζευγάρι με τον Νίκο. Ζουν μια παθιασμένη, όμορφη σχέση και δεν μαλώνουν σχεδόν ποτέ. Η Άννα δουλεύει σε ένα μαγαζί που πουλάει κατοικίδια ζώα και έτσι δεν της λείπει η επαφή με φτερωτούς και μαλλιαρούς φίλους. Ο Νίκος δουλεύει ακόμα στον ζωολογικό κήπο και αποφεύγει συστηματικά την Φιλιώ που τις τελευταίες εβδομάδες προσπαθεί να τον προσεγγίσει. Η Άννα είναι μόνο 95 κιλά πια, χάρη στο συστηματικό σεξ που κάνουν. Ο Νίκος αντίθετα, έχει πάρει 5 κιλά, χάρη στα καταπληκτικά φαγητά της Άννας. Περνούν υπέροχα μαζί και δεν χρειάζονται τίποτα και κανέναν άλλο για να είναι ευτυχισμένοι. Πολλά βράδια, πηγαίνουν στον κήπο, όταν έχει πια κλείσει και απολαμβάνουν την συντροφιά του Μπανάνα. Η Άννα μερικές φορές κολυμπάει μαζί του. Χθες το βράδυ μπήκε και ο Νίκος στο νερό και κολύμπησαν οι τρεις τους σαν μια χαρούμενη οικογένεια. Μετά έκαναν έρωτα δίπλα από την πισίνα, λουσμένοι στο φως του φεγγαριού και στα αδιάκριτα βλέμματα των ζώων που τους κοίταζαν ξεδιάντροπα.

Η Άννα δεν κρύβεται πια κάτω από τα σεντόνια μόλις την πλησιάζει ο Νίκος και σχεδόν πάντα πια, κάνει ντους με ανοιχτά μάτια. Τώρα τελευταία αρχίζουν να συζητούν για συγκατοίκηση. Στο μυαλό του Νίκου τριγυρίζει και η φοβερή λέξη γάμος, αλλά έχουν και οι δυο τόσο κακές εμπειρίες από τους γονείς τους, που δεν τολμά ακόμα να την προφέρει. Έχουν εξομολογηθεί τα πάντα ο ένας στον άλλο, κάτω από την ασφάλεια της καρό κουβέρτας του καναπέ τους. Η Άννα του μίλησε πρώτη για τα δεινά της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας και ένα κρύο βράδυ της διηγήθηκε και ο Νίκος τους τρόμους που είχε ζήσει. Η διήγηση για τον βίαιο πατέρα του και τα βασανιστήρια που τους επέβαλε, εξήγησε πολλά στην Άννα για την παράξενη συμπεριφορά του. Η Άννα έκλαψε και για τους δυο τους και ο Νίκος την κράτησε αγκαλιά παρηγορώντας τα παιδιά που είχαν υπάρξει και τους νέους που είναι τώρα.

Κοιμούνται μία μέρα στο ένα και μια μέρα στο άλλο σπίτι, τρώνε τα απίθανα φαγητά που σκαρώνει η Άννα και περπατούν ατέλειωτες ώρες παρέα με τα 3 σκυλιά τους. Η Άννα ανοίγει σπάνια την τηλεόραση και ο Νίκος της μαθαίνει να βλέπει θρίλερ χωρίς να πετάγεται φωνάζοντας. Όταν βγαίνουν έξω για φαγητό ή σινεμά, η Άννα κρατάει περήφανη το χέρι του Νίκου και αδιαφορεί επιτέλους για τον κόσμο που τους κοιτάει πάντα. Ο Νίκος αγαπάει πάρα πολύ την Άννα και δεν μπορεί να θυμηθεί πως ήταν η ζωή του πριν την γνωρίσει.

Όπως κάθε απόγευμα, περπατούν στο μεγάλο άλσος που είναι κοντά στο σπίτι τους, πίσω από τα τρία άτακτα σκυλιά που γαβγίζουν οτιδήποτε κινείται. Αποτελούν και αυτοί ένα από τα ρομαντικά ζευγάρια που αναζητούν καταφύγιο στο σκιερό δασύλλιο. «Λοιπόν τι λες; Είναι χαζομάρα να πληρώνεις ενοίκιο και το σπίτι μου είναι αρκετά μεγάλο για όλους μας.» λέει η Άννα. «Εντάξει, έχεις δίκιο όπως πάντα αγάπη μου. Εξάλλου θέλω να είμαι συνέχεια κοντά σου. Ας το κάνουμε.» της απαντά και την φιλά αυθόρμητα, ξαφνιάζοντας όπως πάντα αυτούς που πιστεύουν στην κανονική τάξη των πραγμάτων και ότι είναι η ξαδέρφη που του φόρτωσαν. Η Άννα του χαμογελάει και συνεχίζουν τον περίπατο τους χέρι, χέρι. Είναι πολύ χαρούμενοι και οι δυο που πήραν την μεγάλη απόφαση και περπατούν ανέμελοι, χωρίς να προσέχουν ότι κάποιος τους παρατηρεί μέσα από τα δέντρα.

Την ίδια ώρα που ο Νίκος και η Άννα κάνουν εορταστικό σεξ στον καναπέ, ο οποίος τελικά σπάει από το βάρος και την κακομεταχείριση, η Φιλιώ είναι στο δωμάτιο της και κάνει σχέδια για το πώς να μιλήσει στον Νίκο. «Δεν μπορεί, τόσο καιρό μετά θα την έχει βαρεθεί την χοντρέλo. Αν του θυμίσω πως είναι οι όμορφες κοπέλες, σίγουρα δεν θα μου αντισταθεί αυτή την φορά. Άσε που σίγουρα θα είναι πεινασμένος. Αυτή με τόσα κόμπλεξ που κουβαλάει αποκλείεται να του κάθεται συχνά. Πάλι καλά δηλαδή, αλλιώς θα του είχε σπάσει σίγουρα κάνα κόκαλο με τόσο βάρος.» λέει και χαμογελά στο ταβάνι. Η Φιλιώ είναι τελείως μόνη εδώ και 6 μήνες. Έδιωξε και τον Μηνά, γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο το άγγιγμα του, παρόλα τα κοσμήματα που της χάριζε. Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της στον ζωολογικό κήπο κατασκοπεύοντας από μακριά τον Νίκο. Στην αρχή δεν τολμούσε ούτε να τον κοιτάξει, γιατί της έριχνε οργισμένες ματιές, αλλά τώρα πια πιστεύει ότι την κοιτά χωρίς περιφρόνηση. Είναι καιρός να κάνει την κίνηση της. Δεν σκέφτεται τίποτα άλλο, ο Νίκος καταλαμβάνει όλες της, τις σκέψεις. Όταν δεν χαζεύει το γραμμομένο σώμα του Νίκου που κάνει δουλειές στον κήπο, πηγαίνει γι α ψώνια. Λατρεύει να αγοράζει προκλητικά ρούχα και να κάνει βόλτες προκαλώντας καρδιακά προβλήματα στους άνδρες που την βλέπουν. Δεν την ενδιαφέρει να κάνει κάτι με κάποιον άλλο άνδρα, αλλά της αρέσει να τσεκάρει την γοητεία της και να φαντάζεται ότι τα πεινασμένα βλέμματα που πέφτουν πάνω της είναι του Νίκου.

Έπεισε τον πατέρα της να του δώσει την ανώτερη θέση ανάμεσα στους υπαλλήλους στον κήπο, για να απασχολείται πολλές ώρες εκεί και επέμεινε μέχρι που του παραχώρησε ένα αδικαιολόγητα παχυλό μισθό και ένα δικό του ξύλινο σπιτάκι. Αμέσως μετά έβγαλε αντικλείδια και πολλά βράδια τριγυρίζει εκεί, χαϊδεύοντας τα πράγματα του και μυρίζοντας για ώρες το μπουφάν που αφήνει κρεμασμένο εκεί. Κόντεψε να σκάσει από το κακό της, όταν αυτός κότσαρε μια φωτογραφία του μαζί με την φάλαινα, πάνω στο γραφείο του. Στην αρχή θέλησε να την κάνει κομματάκια, αλλά ήξερε ότι ο Νίκος θα αντιδρούσε άσχημα, ίσως ακόμα και να δήλωνε παραίτηση. Τελικά, έβγαλε αντίγραφο της φωτογραφίας, εξαφανίζοντας την για μερικές ώρες και μετά τοποθετώντας την έτσι ώστε να φαίνεται ότι έπεσε τυχαία κάτω από το γραφείο. Μετά έκοψε την χοντρή και την έκαψε ηδονικά μέσα σε ένα τασάκι.

Έτσι τώρα έχει την φωτογραφία του Νίκου μόνιμα πάνω της. Πιστεύει ότι της φέρνει γούρι, αν και στην πραγματικότητα της προκαλεί μόνο υγρά όνειρα και άγριες φαντασιώσεις τα μοναχικά της βράδια. Ο πατέρας της ανησύχησε όταν έπαψε να βγαίνει κάθε βράδυ έξω και να περνάει τα βράδια της μπροστά στην τηλεόραση, αλλά συνήθως φαίνεται ευτυχισμένη και κατά βάθος χαίρεται που την έχει στο σπίτι κοντά του, αν και σπάνια του απευθύνει το λόγο. Έρχεται πολύ συχνά και δουλεύει στον ζωολογικό κήπο τελευταία και αυτό το βρίσκει πολύ υγιές. Η κόρη του ποτέ δεν ασχολήθηκε με την επιχείρηση τους μέχρι τώρα, αλλά ίσως τελικά ωρίμασε και αποφάσισε να βρει τον δρόμο της , σκέφτεται ο κύριος Κώστας, ευχαριστημένος που την βλέπει να λερώνει τα χέρια της και να φροντίζει τα ζώα.

Το επόμενο πρωί η Φιλιώ πηγαίνει νωρίς στον κήπο, πριν καταφθάσουν οι ενοχλητικοί επισκέπτες. Σήμερα θα βάλει το σχέδιο σε εφαρμογή. Εντοπίζει τον Νίκο και του γνέφει από μακριά καλημέρα. Μετά κατευθύνεται στο στάβλο που είναι το ευέξαπτο πόνι. Φοράει ένα κολλητό λευκό μπλουζάκι και ένα μικροσκοπικό σορτσάκι που αναδεικνύει τα χρυσαφένια πόδια της. Χαμογελάει γλυκά στο αντιπαθέστατο πόνι και το πλησιάζει αποφασιστικά. Μερικά λεπτά μετά, ακούγεται μια σπαρακτική κραυγή. Ο Νίκος τρέχει γρήγορα προς τον στάβλο, ανήσυχος γιατί γνωρίζει τον κακό χαρακτήρα του πόνι. Πράγματι βρίσκει την Φιλιώ ξαπλωμένη στο άχυρο να κρατάει το γόνατο της, κλαίγοντας από τον πόνο. Σκύβει αμέσως κοντά της. «Σε κλότσησε το άτιμο, ε; Πονάς πολύ; Μπορείς να σηκωθείς;» Η Φιλιώ έχει μελετήσει καλά τον χαρακτήρα του Νίκου και ξέρει ότι οι αδύναμες κοπελίτσες του προκαλούν έντονα συναισθήματα. Τον κοιτάζει με τα δακρυσμένα, ορθάνοιχτα μάτια της. «Εντάξει είμαι νομίζω, δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, συγνώμη.» λέει και κοιτάει ταπεινά το πάτωμα. Ο Νίκος της δίνει το χέρι του και η Φιλιώ προσπαθεί να σηκωθεί, το πονεμένο της γόνατο όμως λυγίζει και βρίσκονται απότομα και οι δύο μέσα στα άχυρα.

Το σώμα της Φιλιώς βρίσκεται ολόκληρο πάνω του και αναδίδει μια θέρμη και μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού. Τα στόματα τους σχεδόν ακουμπούν και η Φιλιώ βογκάει σιγανά από τον πόνο. Ο Νίκος την σέρνει προσεκτικά πάνω του για να την ακουμπήσει απαλά με την πλάτη κάτω. Τα μάτια της Φιλιώς κλειδώνουν πάνω στα δικά του και ξαφνικά όλος ο χώρος γύρω τους φαίνεται να έχει πάρει φωτιά.

Μαύρος Ιστός

Η Φιλιώ νομίζει ότι το σώμα της καίγεται από την επαφή με το σώμα του Νίκου. Θέλει να φωνάξει από την χαρά της. Ονειρευόταν αυτή την στιγμή, εδώ και μήνες, αν και δεν το περίμενε τόσο εύκολο. Ο Νίκος σηκώνεται στα γόνατα και την παίρνει στην αγκαλιά του. Κλείνει τα μάτια της ευτυχισμένη περιμένοντας να νιώσει τα χείλη του στα δικά της, αλλά τα ξανανοίγει ξαφνιασμένη όταν νιώθει τον καυτό ήλιο να την χτυπάει στο πρόσωπο. Ο Νίκος την έχει βγάλει έξω από τον στάβλο και την πηγαίνει στο ιατρείο. Η Φιλιώ απογοητεύεται, αλλά όχι τελείως γιατί είναι σίγουρη ότι δεν ένιωσε μόνο εκείνη τον καυτό πόθο που τους τύλιξε πριν από λίγο. Ακουμπάει πάνω του όσο περισσότερο μπορεί και συγκεντρώνεται για να κρατήσει στην μνήμη της την ανάμνηση του δυνατού αγκαλιάσματος του.

Δυστυχώς φτάνουν σύντομα στο ιατρείο και η ζεστή αγκαλιά του Νίκου αντικαθιστάται από την σκληρή καρέκλα του ιατρείου των ζώων. «Πως είσαι; Πονάει πολύ;» την ρωτάει με ενδιαφέρον. «Πονάει, αλλά νιώθω ήδη κάπως καλύτερα. Συγνώμη που σε ταλαιπώρησα.» του λέει συνεχίζοντας την εξαιρετική παράσταση της σεμνής κόρης. Ο Νίκος κρατάει μια παγοκύστη πάνω στο γόνατο της, στέλνοντας ρίγη στα πόδια της και στην καρδιά της. Γρήγορα όμως έρχεται ο κτηνίατρος που σπεύδει να την βοηθήσει και έτσι ο Νίκος της χαμογελάει και φεύγει. Η Φιλιώ αφήνεται στις φροντίδες του γιατρού και κλείνει τα μάτια της για να νιώσει και πάλι τον Νίκο να την αγγίζει. «Το σχέδιο είναι καλό.» αποφασίζει. «Σταμάτησε να με αντιπαθεί και σίγουρα του αρέσω. Σιγά, σιγά θα πέσει.» σκέφτεται χαρούμενη.

Ο Νίκος γυρίζει στο γραφείο του προβληματισμένος. «Τελικά αυτό το πόνι είναι πολύ ατίθασο. Την σακάτεψε την καημένη την κοπέλα. Και εκείνη ήταν πολύ ευγενική και μαζεμένη. Φαίνεται να έχει χάσει λίγο από αυτή την φοβερή υπεροψία που είχε. Ποιος ξέρει; Ίσως και να έγινε λίγο καλύτερος άνθρωπος.» Μετά από κάποια ώρα φεύγει για το σπίτι, αφού όμως περνάει πρώτα από το ιατρείο για να δει πως πάει η Φιλιώ. Η μοίρα έχει ήδη αρχίσει να υφαίνει το καινούριο της παιχνίδι, αλλά εκείνος δεν το ξέρει. Πιστεύει ότι τα παλιά χρέη έχουν κλείσει για πάντα. Το βράδυ κοιμάται ήσυχος δίπλα στην Άννα, χωρίς να γνωρίζει ότι ένα σκοτεινό μυαλό καταστρώνει ένα μαύρο σχέδιο που θα του αλλάξει την ζωή και θα του προκαλέσει το πιο βαθύ σημάδι από όλα.

Η Φιλιώ μένει την επόμενη μέρα σπίτι, με πονεμένο γόνατο και την σκέψη της καρφωμένη στον Νίκο. Έχει ήδη αρχίσει να σχεδιάζει τις διακοπές τους, τα clubs που θα πηγαίνουν και πως θα της κάνει έρωτα. Όλος της ο κόσμος περιστρέφεται πια γύρω από αυτόν. Ο Νίκος δουλεύει σκληρά στο πάρκο και λαχταρά να γυρίσει γρήγορα στην Άννα του. Η Άννα μένει λίγο παραπάνω στην δουλειά για να κουβεντιάσει με την κυρία Μαριάνθη, την ιδιοκτήτρια του καταστήματος με τα ζωάκια. Είναι μια καλοκάγαθη ογδοντάχρονη κυρία που αρνείται πεισματικά να μείνει σπίτι και περνάει τις ώρες της στο μαγαζί της, λαχταρώντας την ανθρώπινη συντροφιά και τις περιστασιακές κουβέντες που της χαρίζουν οι πελάτες. Αγαπά πολύ την Άννα και ξέρει ότι και σε εκείνη αρέσει η παρέα της, δεν την ανέχεται απλά. Όταν φεύγουν, έχει ήδη νυχτώσει, αλλά η Άννα δεν αλλάζει το συνηθισμένο της αργό βήμα. Όταν φτάνει σπίτι, ο Νίκος την περιμένει με αγωνία στο παράθυρο και την μαλώνει τρυφερά που άργησε. Οχυρώνονται μέσε στο ζεστό τους σπίτι, ανήξεροι για την κακία που τους κυκλώνει.

Μία εβδομάδα μετά η Φιλιώ κάνει την εμφάνιση της και πάλι στον ζωολογικό κήπο. Είναι πιο όμορφη και πιο ευάλωτη από ποτέ. Ο Νίκος δεν μπορεί παρά να το προσέξει. Η Φιλιώ του χαμογελά παραπονιάρικα και εκείνος την πλησιάζει για να την ρωτήσει πως είναι το πόδι της. Κουβεντιάζουν για λίγο, αλλά η νεαρή κοπέλα διακρίνει κρυμμένα νοήματα και αμυδρά υπονοούμενα κάτω από τις τυπικές λέξεις που ανταλλάσσουν. Είναι ευτυχισμένη. Μένει όσο πιο κοντά μπορεί στον Νίκο, προσέχοντας όμως να μην του ρίχνει παρά ελάχιστες διακριτικές ματιές. Υπομένει καρτερικά τον πόνο στο μελανιασμένο πόδι της, που έχει φροντίσει να επιδεικνύει κάτω από μια ανελέητα, αέρινη φουστίτσα.

Ο Νίκος καθυστερεί πολύ να φύγει, γιατί έχουν έρθει καινούριες σαύρες και πρέπει να τις τακτοποιήσει στο καινούριο τους σπίτι. Όταν πηγαίνει στην έξοδο βλέπει την Φιλιώ που ετοιμάζεται να φύγει και εκείνη με το κουρασμένο, ελαφρά κουτσό βηματισμό της. «Καλή ξεκούραση.» του λέει ευγενικά και του χαμογελάει γλυκά. «Καληνύχτα και περαστικά.» της λέει και απομακρύνεται βιαστικά. Ο Νίκος φεύγει χωρίς να την σκεφτεί δεύτερη φορά, αλλά η Φιλιώ απογοητεύεται που δεν της έδωσε περισσότερη σημασία. Παίρνει το δρόμο για το σπίτι της και κλειδώνεται μέσα στην μοναξιά της για ακόμη μια φορά.

Ο Νίκος και η Άννα πάνε βόλτα τα σκυλιά στο πάρκο, όπως κάθε Κυριακή που δεν δουλεύουν. Περπατούν πιασμένοι χέρι, χέρι ως συνήθως. Ο Νίκος της αφηγείται διάφορα περιστατικά από το ζωολογικό κήπο. «Η Φιλιώ τι κάνει;» ρωτά αιφνιδιαστικά η Άννα. Ο Νίκος κομπιάζει και η Άννα το προσέχει. «Καλά υποθέτω. Δεν έχουμε και πολλά, πολλά. Ξέρεις τώρα…» Η Άννα μένει για λίγο σιωπηλή. Ο Νίκος προτιμά να του κοπεί το αριστερό αυτί, παρά να την στενοχωρήσει. Για αυτό τον λόγο δεν της λέει τίποτα για το μικρό, ασήμαντο περιστατικό στον στάβλο.

«Μερικές φορές μου λείπει.» λέει ξαφνικά η Άννα. «Η Φιλιώ;» «Ναι. Δεν είχα ποτέ κολλητή φίλη. Υπάρχει βέβαια και η κυρία Μαριάνθη, που έχει το pet shop, αλλά είναι διαφορετικό να μιλάς με κάποιον συνομήλικο σου.» «Καταλαβαίνω, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ πραγματικά φίλη σου. Είναι ύπουλο πλάσμα. Κατά την γνώμη μου.» «Μην είσαι απόλυτος Νίκο. Κανείς άνθρωπος δεν είναι τελείως καλός ή κακός. Όλοι έχουμε τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές μας.» «Δεν συμφωνώ. Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι αγνοί και άνθρωποι απλά διαβολικοί.» «Ναι, αλλά ακόμα και αυτοί ίσως έχουν κάποιους λόγους που κατέληξαν έτσι. Δεν μπορείς να καταδικάζεις έτσι απλά.» Ο Νίκος χαμογελάει πικρά. «Εγώ μπορώ. Προφανώς υπερισχύει η σκοτεινή πλευρά σε εμένα.» λέει μισοαστεία, μισοσοβαρά. «Φυσικά και δεν είναι έτσι, αλλά ακόμα και αν ήταν, εγώ σε αγαπώ ολόκληρο. Και το άσπρο και το μαύρο σου.» λέει η Άννα και τον αγκαλιάζει τελειώνοντας την συζήτηση εκεί.

Η Άννα όμως κάνει λάθος. Υπάρχει ένα πρόσωπο απόλυτα μοχθηρό που τους κοιτά από μακριά και υφαίνει μαύρο ιστό ολόγυρα τους. Τους παρακολουθεί για ώρα από απόσταση, αλλά τελικά τους χάνει, γιατί ο Μπόμπας ξεφεύγει από το χέρι της Άννας και τρέχουν όλοι μαζί πίσω του για να τον μαζέψουν. Δεν πειράζει όμως. Έχει μεγάλη υπομονή. Περιμένει άλλωστε πολύ καιρό. Λίγο ακόμα και η τιμωρία θα έρθει.

Η τελευταία φορά

Ξαναγυρνά πίσω στο πάρκο. Είναι πάντα παρατηρητικός και πρόσεξε ότι δεν ήταν ο μόνος που τους κοιτούσε. Πίσω από ένα παγκάκι υπήρχε μια πανέμορφη κοπέλα που παρατηρούσε το ζευγάρι. Τα σφιγμένα της χέρια του είπαν πως δεν ήταν κάτι τυχαίο και όταν την είδε πιο προσεκτικά, κατάλαβε ότι τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω τους, γεμάτα με μίσος. Ίσως να γνωρίζει κάτι.

Να τη. Είναι ακόμα εκεί, αλλά τώρα κάθεται στο παγκάκι. Την κοιτά γεμάτος θαυμασμό. «Είναι πραγματική καλλονή. Πώς να την πλησιάσω;» αναρωτιέται. Η Φιλιώ καπνίζει και κοιτά το κενό. Έχει 3 μήνες που άρχισε το τσιγάρο. Το πρωτοδοκίμασε μπροστά στον καθρέφτη παίρνοντας sexy πόζες και αποφάσισε να το υιοθετήσει, γιατί της έδινε ύφος μοιραίας σταρ του σινεμά. Όταν εθίστηκε αρκετά, αποφάσισε ότι της δώριζε και παρηγοριά τις λευκές νύχτες που σκεφτόταν απελπισμένη τον Νίκο.

«Μήπως σου περισσεύει ένα τσιγάρο κοπελιά;» Η Φιλιώ γυρνά και τον κοιτά. Είναι ψηλός, χοντρός, άλουστος και με βασανισμένο ύφος. Του δίνει ένα τσιγάρο για να τον ξεφορτωθεί και του γυρνάει την πλάτη. Αυτός όμως θρονιάζεται δίπλα της. «Ωχ, τώρα θα μου την πέσει το έκτρωμα.» σκέφτεται και σηκώνεται να φύγει. Ο άνδρας επιτίθεται γρήγορα. «Τους κοίταγες και εσύ ε; Αταίριαστο ζευγάρι.» Η Φιλιώ τον κοιτάει παραξενεμένη. Εκείνος βολιδοσκοπεί με επιτυχία. «Μαντεύω ότι μοιραζόμαστε τον ίδιο πόνο κοπελιά.» της λέει και σχηματίζει κύκλους με τον καπνό που εκπνέει. Η Φιλιώ ξανακάθεται. Έχει την προσοχή της. Οι ατάκες του σίγουρα δεν είναι προβλέψιμες.

«Δεν ξέρω για εσένα, αλλά εμένα με παράτησε η σκύλα. Για τον μορφονιό φυσικά.» «Η Άννα;» «Αυτή. Ένα χρόνο ήμασταν μαζί και την είχα στα όπα, όπα. Αλλά βλέπεις εγώ δεν είμαι φωτομοντέλο σαν και δάυτον.» Η Φιλιώ έχει μείνει άναυδη. «Α την σκρόφα και μου το έπαιζε και άβγαλτη.» σκέφτεται. Ο χοντρός δίπλα της φαίνεται πραγματικά στενοχωρημένος. Η Φιλιώ τον καταλαβαίνει απόλυτα. «Και εγώ θα ήμουν με τον Νίκο, αν δεν είχε μπει στη μέση αυτή. Είχαμε αρχίσει κάτι…αλλά τα χάλασε όλα.» Είναι η πρώτη φορά που η Φιλιώ μιλάει σε κάποιον για αυτό που την βασανίζει τόσους μήνες τώρα. Ο άνδρας την ακούει με προσοχή και η νεαρή κοπέλα ανοίγει την ψυχή της με ανακούφιση.

Η κουβέντα τους κρατάει για ώρα. Τελικά η Φιλιώ αποφασίζει να φύγει. «Είναι αργά και πρέπει να φύγω, χάρηκα όμως που τα είπαμε.» «Και εγώ. Ξέρεις έχουμε πολλά κοινά εμείς οι δύο, δεν πρέπει να χαθούμε. Ίσως ενωμένοι να…μπορέσουμε να κάνουμε κάτι.» «Τι εννοείς;» «Δεν θα το έλεγα εκδίκηση, αλλά καλό θα ήταν να καταλάβει ο καθένας που ανήκει, δεν συμφωνείς;» Η Φιλιώ δεν απαντά αμέσως. Είναι απασχολημένη με το να γεύεται την τέλεια γεύση της λέξης εκδίκηση. Φυσικά και συμφωνεί μαζί του. Πρέπει να καταλάβει ο Νίκος ότι είναι δικαιωματικά δικός της. Όσο για την χοντρή, δεν θα μπορούσε να βρει πιο ταιριαστό άνδρα. «Ναι, έχεις δίκιο. Ας ανταλλάξουμε τηλέφωνα.» του λέει τελικά. Ο άνδρας της χαμογελά με ξεδοντιασμένο στόμα. Της λέει ότι λέγεται Πάρης και η Φιλιώ καταπίνει το γέλιο της με το ζόρι.

Λίγο μετά βρίσκεται σπίτι της και χαμογελά πλατιά στον καθρέφτη της. Επιτέλους το σύμπαν συνωμοτεί για να την βοηθήσει, όπως προσπαθούν να την πείσουν τόσο καιρό. Ήρθε η ώρα ο Νίκος να γυρίσει σε εκείνη και να γίνουν ευτυχισμένοι. Καταβαίνει ξαναμμένη τις σκάλες και πηγαίνει στο περίπτερο. Λίγα λεπτά μετά είναι και πάλι πίσω στο δωμάτιο της, κρατώντας 3 περιοδικά γάμου. Είναι δύσκολο να βρεις το τέλειο νυφικό. Την ίδια ώρα ο άνδρας που της συστήθηκε ως Πάρης ξαπλώνει και εκείνος στο κρεβάτι του με εξίσου ευχάριστες σκέψεις.

«Τώρα θα μου τα πληρώσεις όλα! Κανείς δεν παίζει μαζί μου ατιμώρητος!» σκέφτεται και τελικά τον παίρνει ο ύπνος χαμογελώντας. Την ίδια ώρα ο Νίκος και η Άννα παίζουν τάβλι ξέγνοιαστοι. Ο Νίκος κοιτάει την Άννα και σκέφτεται πόσο άλλαξε την ζωή του και πόσο άδειος θα ήταν ο κόσμος του χωρίς αυτήν. Η Άννα κοιτάει τον Νίκο έκπληκτη όπως πάντα που αυτός ο άνδρας είναι μαζί της και την αγαπά. Η ευτυχία της είναι τόσο απόλυτη που σκέφτεται ότι αν ερχόταν τώρα εκείνο το ασυνεπές τζίνι που περίμενε μάταια τόσα χρόνια, δεν θα είχε πια τίποτα να του ζητήσει. Δεν βασανίζεται καν από το σώμα της τώρα και έχει αρχίσει να λειτουργεί καλύτερα και με τον κόσμο γύρω της. Είναι παράξενο, αλλά ακόμα και οι άλλοι άνθρωποι της φέρονται καλύτερα όταν είναι μαζί του. Ο Νίκος χάνει την παρτίδα και κλείνει δήθεν τσαντισμένος το τάβλι με θόρυβο. Ο Μπόμπας τρομάζει και η Άννα γελάει.

Ο Νίκος την πλησιάζει με εκδικητική διάθεση και της λέει ότι ήρθε η ώρα να πληρώσει για την καλή της τύχη στα ζάρια. Η Άννα γδύνεται υπάκουα και ξεχνάει να κλείσει το φως. Κάνουν έρωτα για ώρα, αποστασιοποιημένοι από τα πάντα γύρω τους. Πάντα είναι έτσι. Χάνονται ο ένας μέσα στον άλλο στην δική τους μουσική συμφωνία. Αν ήξεραν ότι θα ήταν η τελευταία τους φορά δεν θα σταματούσαν ούτε για μια στιγμή.

Ακόμα μια Άννα

Το επόμενο απόγευμα το κινητό της Φιλιώς χτυπάει χαρωπά. Τους τελευταίους μήνες δεν το αποχωρίζεται ποτέ, γιατί περιμένει τηλέφωνο από τον Νίκο. Το σηκώνει αμέσως γεμάτη ελπίδα, όπως πάντα όταν εμφανίζεται άγνωστος αριθμός. Ούτε και αυτή την φορά όμως είναι αυτός που περιμένει. «Καλησπέρα Φιλιώ. Ο Πάρης είμαι.» «Καλησπέρα Πάρη. Τι κάνεις» «Μια χαρά. Λοιπόν άκου τι σκέφτηκα. Θα βρεθούμε όταν θα έχουν σχολάσει και οι δύο και θα πάμε στο σπίτι του ή στο σπίτι της. Θα χτυπήσεις εσύ το κουδούνι και μετά θα μπούμε μαζί μέσα.» «Και τι θα κάνουμε μετά;» «Μετά θα εξηγήσω εγώ στον ομορφούλη τι είδους γυναίκα έχει δίπλα του. Σίγουρα θα την παρατήσει αμέσως αν μάθει ότι δεν είναι ο άγγελος που νομίζει και αν δεν πειστεί θα βάλω και λίγη σαλτσούλα και θα του πω ότι έβγαινε και με τους δυο μας τον πρώτο καιρό. Πως σου φαίνεται;» «Καλό μου ακούγεται. Μετά θα την πάρεις εσύ να φύγετε και εγώ θα μείνω να τον παρηγορήσω. Ναι. Ας το κάνουμε.» «Ωραία. Λοιπόν να βρεθούμε κατά τις 10 στο παγκάκι που ήμασταν χθες;» «Σύμφωνοι. Στις 10.»

Η Φιλιώ κλείνει το τηλέφωνο χαρούμενη. Επιτέλους τα όνειρα της θα γίνουν πραγματικά. Ο Νίκος θα σιχαθεί την χοντρή και δει ποιο είναι το πραγματικό του ταίρι. Ανοίγει την ντουλάπα της. Δεν χρειάζεται κάτι προκλητικό. Απόψε θα το παίξει φίλη. Αύριο θα πάει για ψώνια για να γιορτάσει την καινούρια της ζωή.

Η Άννα κλειδώνει το μαγαζί με τα ζωάκια και φεύγει κατάκοπη. Είχε πάρα πολλή δουλειά σήμερα. Παρόλα αυτά είναι χαρούμενη, γιατί και μόνο η σκέψη του Νίκου που την περιμένει στο σπίτι του με φαγητό και κρασί την ξεκουράζει. Ο Νίκος πετάει στα σκουπίδια την άθλια μακαρονάδα που μαγείρεψε από τον τσελεμεντέ και παραγγέλνει σουβλάκια. Τις νύχτες που μένουν στο σπίτι της Άννας τρώνε κάτι εξαιρετικά φαγητά που σκαρώνει εκείνη. Όταν κοιμούνται στο σπίτι του παίρνουν συνέχεια έτοιμα φαγητά, γιατί είναι ανάξιος μάγειρας, αλλά η Άννα δεν θυμώνει ποτέ και κάνει φιλότιμες προσπάθειες να καταπιεί αυτά που της φτιάχνει. Πόσο λατρεύει το τρανταχτό της γέλιο! Δεν ήταν πάντα έτσι δυνατό, θυμάται. Στην αρχή η Άννα ήταν πάρα πολύ αθόρυβη και μαζεμένη. Προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη παντού και πάντα, με τον καιρό όμως χαλάρωσε και άφησε ελεύθερο τον εαυτό της να περνάει καλά. Τώρα ξεκαρδίζεται δυνατά και γεμίζει τον αέρα γύρω τους χαρά.

Η Άννα φτάνει στο σπίτι του Νίκου και ανοίγει την πόρτα με το κλειδί της. Ο Νίκος την αγκαλιάζει και την φιλάει για δύο ολόκληρα λεπτά πριν την αφήσει να βγάλει το παλτό της. «Μωρό μου, πάλι δεν τρώγεται το φαγητό. Συγνώμη.» «Δεν πειράζει αγάπη μου. Μου φτάνει που προσπαθείς καλέ μου.» του λέει και χαμογελά πλατιά. Μετά φιλάει τις υγρές μουσούδες των σκυλιών που μπερδεύονται στα πόδια της και κάθεται στον καναπέ. Ο Νίκος της κάνει μασάζ στους πονεμένους ώμους της και της λέει πως πέρασε την μέρα του. «Ο Μπανάνας έκανε 2 συνεχόμενες ανάποδες τούμπες σήμερα!» «Αχ μωρέ μου έχω 2 εβδομάδες να τον δω. Μου λείπει το γλυκό μου.» «Θες να πάμε αύριο το βράδυ; Ξέρω ότι και εκείνου του λείπεις.» «Ναι, αμέ.» λέει η Άννα και μετά σηκώνεται γιατί χτυπάει το κουδούνι.

Στην πόρτα εμφανίζεται μια τεράστια σακούλα και πίσω της ένας ξεπαγιασμένος νεαρός. Η Άννα δίνει ένα γερό φιλοδώρημα στο παιδί με τα σουβλάκια και επιστρέφει στο τραπέζι. Μόλις βάζουν το φαγητό στα πιάτα το κουδούνι ξαναχτυπά. «Λες να μου έδωσε λάθος ρέστα;» λέει στον Νίκο και πάει να ανοίξει. Όταν ανοίγει η πόρτα βλέπει έκπληκτη την Φιλιώ. Δευτερόλεπτα μετά η Φιλιώ μπαίνει μέσα αμίλητη, ακολουθούμενη από μια τεράστια σκιά. Η Άννα παρακολουθεί άφωνη. «Εσύ;» φωνάζει στον άνδρα με τα μαύρα ο Νίκος. «Τι θες μέσα στο σπίτι μου;» Ο άνδρας όμως δεν μιλάει. Η Άννα στέκεται παγωμένη μπροστά στην παράξενη σκηνή. Ξαφνικά ο άνδρας βγάζει από την τσέπη του ένα μεγάλο μαχαίρι. Η Φιλιώ χλομιάζει. Η Άννα ουρλιάζει. Ο Νίκος τρέχει καταπάνω του. «Πρώτα αυτή και μετά εσύ.» φτύνει στον Νίκο και σηκώνει το χέρι του. Χτυπάει την Άννα στην κοιλιά. Η κοπέλα πέφτει στο πάτωμα έκπληκτη.

Τα σκυλιά γαβγίζουν μανιασμένα. Ο Νίκος του ορμάει και τον χτυπά με όλη του την δύναμη. Το μαχαίρι του πέφτει από τα χέρια. Η Φιλιώ τους κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. Ο Νίκος και ο άνδρας παλεύουν άγρια. Ο Νίκος τον ρίχνει τελικά κάτω. Σηκώνει ένα βαρύ βάζο και ετοιμάζεται να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Τότε, μια αδύναμη φωνή σταματάει την φασαρία. «Νίκο.» λέει μόνο. Ο Νίκος πετάει το βάζο και τρέχει κοντά στην Άννα. Ο άνδρας σηκώνεται τρεκλίζοντας. Καταλαβαίνει ότι έχει χάσει. Ο νεαρός είναι πολύ απελπισμένος για να ηττηθεί. Ανακτά τις δυνάμεις του και φεύγει τρέχοντας, όχι όμως πριν φωνάξει ένα ηχηρό «ευχαριστώ» στην Φιλιώ.

Ο Νίκος γονατίζει και παίρνει την Άννα στην αγκαλιά του. Το κόκκινο χρώμα την έχει τυλίξει σαν φρικτός μανδύας. «Αγάπη μου, μην φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά.» της λέει προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Νίκο μου, να είσαι δυνατός. Δεν θα τα καταφέρω. Το ξέρω.» ψελλίζει η Άννα κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Νίκος γυρνάει στην Φιλιώ. «Γρήγορα, κάλεσε ασθενοφόρο. Τώρα!» Η Φιλιώ τον κοιτά σαν να μην καταλαβαίνει τι της λέει. Ο Νίκος της πετάει το ασύρματο τηλέφωνο και εκείνο την χτυπά κατάστηθα. «Κουνήσου, την χάνω!» της φωνάζει. Η Φιλιώ ξυπνάει επιτέλους και παίρνει τηλέφωνο, με δύσκολες, αργές κινήσεις.

Ο Νίκος ξαναστρέφει την προσοχή του στην Άννα. «Μωράκι μου, υπομονή. Έρχονται.» «Είναι αργά καλέ μου. Θέλω να ξέρεις πως ήσουν ότι καλύτερο μου συνέβη ποτέ. Φώτισες την ζωή μου, αγάπη μου.» «Μην λες τέτοια πράγματα. Δεν είναι αργά. Δεν τελειώνει εδώ Αννούλα μου. Δεν γίνεται.» «Δεν με νοιάζει. Πήρα περισσότερη ευτυχία από όση μου αναλογούσε. Χάρη σε εσένα αγάπη μου.» «Και εγώ άγγελε μου. Μου άλλαξες την ζωή με το χαμόγελο σου και την καλοσύνη σου. Θα ζήσουμε μαζί, πολλά, πολλά χρόνια ακόμα. Θα παντρευτούμε. Θα κάνουμε παιδιά. Θα…» «Ήταν υπέροχα καρδιά μου.» λέει η Άννα και σταματάει να αναπνέει.

Ο Νίκος ουρλιάζει. Η Φιλιώ που κρατάει ακόμα το τηλέφωνο, αρχίζει να στριγκλίζει, σταματώντας μόνο που και που για να φωνάξει «Εγώ φταίω!», τραβώντας τα μαλλιά της. Τα κουτάβια στα πόδια της Άννας αλυχτούν πένθιμα. Ο Νίκος νιώθει μια σιωπή που πονάει απίστευτα πολύ. Το κενό που αφήνει η Άννα του πιέζει το στήθος σε σημείο ασφυξίας. Κλείνει τα αθώα, γαλανά της μάτια και φιλάει το τελευταίο της χαμόγελο.

Το ασθενοφόρο έρχεται γρήγορα. Παίρνουν την Άννα, γαλήνια κάτω από το λευκό σεντόνι της και την Φιλιώ που εξακολουθεί να στριγκλίζει υστερικά. Η αστυνομία καταφθάνει και ο Νίκος δίνει κατάθεση κοιτώντας το κενό. Τους λέει ότι ξέρει για τον άγνωστο άνδρα που κάποτε τσακώθηκαν για το σκυλί. Οι αστυνομικοί λυπούνται τον νεαρό άνδρα που τους μιλάει τρέμοντας και του λένε ότι θα κάνουν ότι μπορούν για να συλλάβουν τον δολοφόνο.

Τρεις μήνες μετά.

Ένας τρομακτικά αδύνατος νεαρός με μούσι μπαίνει στον ζωολογικό κήπο. Ο κυρ Βαγγέλης τον κοιτά παραξενεμένος. Τελικά καταφέρνει να αναγνωρίσει τον Νίκο. «Παλικάρι μου. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Μας έλειψες πολύ. Και εσύ και εκείνη βέβαια. Λυπάμαι πολύ παιδί μου.» «Ήρθα για να δω το δελφίνι.» του λέει ανέκφραστα. Ο γεράκος κοιτάει τα παπούτσια του και δαγκώνει τα χείλια του. Τελικά το αποφασίζει. «Γιε μου, το δελφίνι δεν ζει πια. Από την μέρα που έφυγε η Αννούλα, αρνιόταν να φάει. Κανείς δεν κατάφερε να το ταΐσει. Δεν έζησε πολύ. Τα ξέρεις και εδώ είμαστε άνω κάτω, αλλά το προσπαθήσαμε όλοι. Δεν ήθελε. Σαν να ήξερε, σαν να το ένιωσε ότι εκείνη δεν υπήρχε πια.» «Σε πιστεύω κυρ Βαγγέλη. Οι άλλοι είστε καλά;» ρωτάει θλιμμένα. «Οι υπάλληλοι του πάρκου καλά. Για την Φιλιώ τα έμαθες φαντάζομαι.» «Έλειπα, σήμερα ήρθα. Δεν ξέρω τίποτα.» «Άτυχη κοπέλα παιδί μου. Ακόμα στο ψυχιατρείο είναι. Ο έρμος ο πατέρας της πάει να πεθάνει από την στενοχώρια του. Οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο κούφια λόγια του λένε. Ξέρεις. Ο χρόνος μπορεί να βοηθήσει και τέτοια.» Ο Νίκος κουνάει λυπημένα το κεφάλι του. «Φρικτό. Τι να πω κυρ Βαγγέλη, πολλά άσχημα νέα μου είπες.» Ο γέρος τον κοιτάει αμήχανος. «Αντίο κυρ Βαγγέλη.» λέει απλά και φεύγει.

Ο Νίκος ξαναγυρνάει στο ορεινό χωριό που είχε καταφύγει μετά τον θάνατο της Άννας. Έχει φτιάξει εκεί ένα άσυλο για εγκαταλειμμένα ζώα και δουλεύει σαν ξυλουργός. Σταθερή παρέα του μόνο τα τρία σκυλιά που μοιράζονται το μικρό σπίτι μαζί του. Με τους ντόπιους είναι ευγενικός, αλλά απόμακρος. Είναι σχεδόν ήρεμος πια. Πότε, πότε τα βράδια δακρύζει καθώς η απουσία της Άννας ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι του. Πέντε χρόνια αργότερα, θα αρραβωνιαστεί μια κοπέλα από το χωριό. Θα την αγαπήσει, όχι όμως όπως την Άννα. Η κοπέλα θα λατρέψει τον πληγωμένο άνδρα που θα της διηγηθεί την ζωή του με σιγανή φωνή και πόνο στα μάτια του. Δυο εβδομάδες πριν τον γάμο τους θα κατέβουν στην Αθήνα για ψώνια. Όπως περπατούν ευτυχισμένοι χέρι, χέρι η Σοφία θα δει ξαφνικά τον αγαπημένο της να φεύγει τρέχοντας και να επιτίθεται σε έναν άλλο άνδρα. Καθώς τον ρίχνει κάτω, ο άλλος άνδρας θα χτυπήσει το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο. Ο Νίκος θα κατηγορηθεί για φόνο. Η Σοφία θα τον περιμένει, μεγαλώνοντας το παιδί τους. Όταν ο Νίκος βγει από την φυλακή θα αποκτήσει επιτέλους την οικογένεια και την ευτυχία που ονειρευόταν πάντα. Την κόρη τους θα την ονομάσουν Άννα.